DavidLigare2Στο παρόν άρθρο ξεκινώντας από την διαπιστωμένη ολιγωρία των πολιτικών ηγεσιών να αντιδράσουν σε οικονομικά φαινόμενα επιβλαβή για την πλειοψηφία των πολιτών, επιχειρείται η διερεύνηση του προβλήματος της δημοκρατικής νομιμότητας της εξουσίας, της εξάρτισής της από την οικονομική ισχύ και των πιθανών μέτρων ενάντια σε αυτή την εξάρτηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

"Those whom last thou saw’st

In triumph and luxurious wealth are they

First seen in acts of prowess eminent

And great exploits, but of true virtue void;

Who, have split much blood, and done much waste,

Subduing nations, and achieved thereby

Fame in the world, high titles, and rich prey,

Shall change their course to pleasure, ease, and sloth,

Surfeit, and lust, till wantonness and pride

Raise out of friendship hostile deeds in piece."

John Milton, Paradise Lost, XI 787-796

 

Τον παρόν άρθρο αφορμάται από την ανάρτηση του Γιώργου Γιαννούλη-Γιαννουλόπουλου για την Κυπριακή κρίση και θα επιχειρήσει μια διεύρυνση του αρχικού προβληματισμού σε διαφορετική κατεύθυνση.

Χωρίς να διαθέτω καμιά ειδική γνώση επί των χρηματοοικονομικών, αυτό που αντιλαμβάνομαι άμεσα από τα πρόσφατα παραδείγματα διαχείρισης κρίσιμων οικονομικών θεμάτων (βλ. http://dimiourgiaxana.gr/el/αρθρα/αρθρα-μελων/884-κύπρος-ένα-κουτοπόνηρο-λάθος), είναι το γεγονός άμεσης ανάγκης γενναίων και οριστικών αποφάσεων προς μια κατεύθυνση, όσο κι αν υφίστανται διαφωνίες ως προς την ακριβή φορά της και τους εγγύτατους στόχους της.

Δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που παρακολουθούμε την ανημπόρια (αβουλία;) των συστημάτων διακυβέρνησης να αντιδράσουν στις ταχύτατες μεταβολές των αγορών και τις ασταθείς ισορροπίες τους. Βλέπουμε το ίδιο φαινόμενο εδώ και χρόνια πια να επαναλαμβάνεται στις αντιδράσεις της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, ήδη πριν ξεσπάσει η κρίση, αλλά κυρίως από το φθινόπωρο του 2011 και κάθε φορά από κει και πέρα που αναμενόταν κάποια δόση του πακέτου στήριξης. Το είδαμε αρκετές φορές στα καθυστερημένα αντανακλαστικά των ευρωπαϊκών θεσμών, έστω κι αν μπορεί κανείς να το αποδώσει κατά κύριο λόγο στην αποστροφή της γερμανικής ηγεσίας να αποκολληθεί έστω και λίγο από το μοντέλο του αυστηρού δημοσιοοικονομικού ελέγχου. Και, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, το είδαμε επίσης από την ολιγωρία της αμερικανικής διοίκησης να αποτρέψει την έκρηξη της φούσκας των ακινήτων.

Εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν κυβερνήσεις και δημόσιοι ελεγκτικοί μηχανισμοί στελεχωμένοι με τους κατά τεκμήριο πιο έμπειρους ειδικούς και με πρόσβαση σε πληροφορία αδιανόητη για το μέσο άνθρωπο, να μη βλέπουν αυτό που ακόμα και για τους κοινούς θνητούς χωρίς εξειδικευμένη γνώση είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Η απάντηση είναι τόσο απλή όσο και δυσοίωνη. Το βλέπουν. Και μάλιστα εγκαίρως. Τι ακριβώς συμβαίνει, λοιπόν, και δεν οδηγούμαστε στη λήψη άμεσων αποφάσεων για την περιστολή των συνεπειών τουλάχιστον, αν όχι για την πρόληψη του προβλήματος;

Στο επίκεντρο αυτής της κατάστασης βρίσκεται κατά τη γνώμη μου ένα θεμελιώδες, σχεδόν υπαρξιακό, πρόβλημα τόσο της νεότερης καπιταλιστικής οικονομίας, όσο και της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας: η διαστολή των συστατικών της εξουσίας. Πρόκειται για ένα συνεχώς διευρυνόμενο ρήγμα μεταξύ της πραγματικής πηγής της εξουσίας εντός της κοινωνίας, που δεν είναι άλλη από τη συσσώρευση πλούτου (και αυτό -μην απατάσθε- δεν είναι μόνο μαρξιστική ανάγνωση), και της πηγής νομιμοποίησης της εκτελεστικής εξουσίας που καλείται να διαχειριστεί την παραγωγή, τον πλούτο αυτό και τη συσσώρευσή του, και ενδεχομένως να τον ανακατανείμει στο πλαίσιο των θεμελιωδών φιλοσοφικών αρχών της γενικής ευημερίας, της δικαιοσύνης και της ισότητας των ευκαιριών, όπως αυτές διατυπώθηκαν οραματικά από την αμερικανική και τη γαλλική επανάσταση – σχεδόν δυόμισι αιώνες πριν.

Το πρώτο συστατικό, η πραγματική παραγωγή, η οικονομική δραστηριότητα και η επένδυση του πλούτου σε νέες παραγωγικές αλλά και ευρύτερα αναπτυξιακές δράσεις, μοιάζει να χάνει τη δυνατότητα ανατροφοδοσίας του. Τι κίνητρο μπορεί να έχει μια μικρή σχετικά ομάδα ανθρώπων να αυξήσει τα παγκόσμια αποθέματα πλούτου που ελέγχει και να τα διασπείρει, όταν η ίδια είναι ήδη σε θέση να κάνει πρακτικά οτιδήποτε; Γιατί να ενδιαφερθεί κάποιος για το πώς ζει ο μέσος άνθρωπος στην Ινδονησία ή στην Ελλάδα, όταν ο ίδιος μπορεί αν θέλει να ναυλώσει μια πτήση στο διάστημα; Ειλικρινά πιστεύει κανείς ότι το «καλό» είναι εγγεγραμμένο στο ανθρώπινο DNA; Και τι είδους πίστη θα ήταν αυτή αν όχι απλή μετάφραση σε κοινωνικο-οικονομικούς όρους της θεολογικής τελεολογίας και μεταφυσικής;

Το δεύτερο συστατικό, η νομιμοποιητική βούληση της δημοκρατικής πλειοψηφίας, αν και υποκείμενη σε όλο και πιο εξεζητημένη χειραγωγία, παραμένει ένας σοβαρός ανασχετικός παράγοντας στην καθολική επικράτηση του πρώτου συστατικού, καθώς από αυτήν εξαρτάται (ακόμα) η επιβίωση και η ίδια η ύπαρξη της πολιτικής τάξης στην οποία –υπό το τρέχον κοινωνικό συμβόλαιο- ανατίθεται η διαχείριση δια νομοθετικών πράξεων του συσσωρευμένου πλούτου. Με άλλα λόγια, όσο διατεινόμαστε ότι ακόμα έχουμε «δημοκρατία» ή δημοκρατία στη δύση, δεν μπορεί το προπατορικό αμάρτημα να είναι η αφθονία.

Στο σύντομο μεταπολεμικό «χρυσό αιώνα», που ακριβώς όπως και ο αρχαίος και παρά το όνομά του, διήρκεσε κάτι λιγότερο από πενήντα χρόνια, τα δυο συστατικά διατηρούσαν στο δυτικό κόσμο εκόντα-άκοντα τη συνοχή τους χάρις στην εξωτερική πίεση που επέβαλε η παρουσία του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Με το τεράστιο φυσικά κοινωνικοοικονομικό κόστος που υπέστη η ανατολική Ευρώπη και οι συνοδοιπόροι της ανά τον πλανήτη. Από κει και μετά σχεδόν τίποτα δε φαίνεται ικανό να αποτρέψει τη βάθυνση του ρήγματος.

Το μοντέλο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που κυριάρχησε για λόγους συνυφασμένους με τα μεγέθη των πληθυσμών και των επικρατειών, έμοιαζε ως τώρα μονόδρομος. Η ελίτ των πολιτικών αντιπροσώπων βρέθηκε ωστόσο σύντομα, ενίοτε μέσω διαφόρων εκβιασμών, αλλά κυρίως με τη βούλησή της, εξολοκλήρου εξαρτημένη από την οικονομική ολιγαρχία. Με απλά λόγια: «αν επιθυμώ πλούτο ή/και ισχύ, που μπορούν να εκχωρηθούν μόνο από όποιον τα διαθέτει, οφείλω να υπηρετώ τα συμφέροντά του. Για να βρεθώ όμως σε αυτή τη θέση-κλειδί πρέπει να εκλεγώ από την δημοκρατική πλειοψηφία, της οποίας τα συμφέροντα δεν πρόκειται να μου αποφέρουν καμιά ουσιαστική απολαβή». Στη θεμελιώδη αυτή αντίφαση βρίσκεται η ρίζα της άνθησης της τέχνης της παραπλάνησης, της κρυφίας διαφθοράς, της χειραγωγίας μέσω του ελέγχου των ΜΜΕ, και της ανάγκης υποβάθμισης της κριτικής σκέψης (και άρα της ουσιαστικής παιδείας) του εκλεκτορικού σώματος.

Υπάρχει διέξοδος από την κατάσταση αυτή χωρίς βία; Δεν είμαι διόλου βέβαιος.

Αναρωτιέμαι ωστόσο τι ρόλο θα μπορούσε να παίξει ένα διαφορετικό μοντέλο πολιτικής διοίκησης, βασισμένο σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, περιορισμένες χρονικά πολιτικές θητείες, και αυστηρότατο έλεγχο των κυβερνώντων.  Αν κοιτάξουμε προς την πολιτική μητέρα όλων των προβλημάτων και όλων των ελπίδων μας, την αθηναϊκή δημοκρατία, θα ξαφνιαστούμε από το εύρος των εργαλείων που χρησιμοποίησε προς την κατεύθυνση αυτή. Ο δεκαετής οστρακισμός απέβλεπε στον περιορισμό ισχύος όσων ενδεχομένως απεργάζονταν την επιβολή τυραννίδας. Η μη επανεκλεξιμότητα (αν και καταστρατηγήθηκε για τον Περικλή) σε καίριες πολιτικές θέσεις είχε τον ίδιο σκοπό. Η δέσμευση της περιουσίας όσων διαχειρίζονταν δημόσια οικονομικά, και η δημόσια παράδοση λογαριασμών κατά το τέλος της ετήσιας θητείας τους στους επόμενους διαχειριστές, αποτελούσε σημαντική προσπάθεια ανάσχεσης του προσωπικού πλουτισμού. Η εφαρμογή της κλήρωσης για τα περισσότερα δημόσια αξιώματα (με δεδομένη στην εποχή εκείνη την σχεδόν ισότιμη εξειδίκευση μεταξύ των πολιτών) καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την εκ προοιμίου εξάρτηση και προώθηση «των δικών μας» προσώπων. Και το σημαντικότερο, η βούληση της εκκλησίας, δηλαδή του συνόλου των πολιτών, καταγραφόταν τακτικά στις μηνιαίες συνάξεις της για όλα τα μείζονα ζητήματα. Θα μου πείτε δεν υπήρξαν δημαγωγοί στην Αθήνα, δεν έγιναν σκάνδαλα, δεν παρατηρήθηκε διαφθορά, δεν υπήρχαν δυσκολίες συμμετοχής ακόμα και στο σώμα της εκκλησίας; Φυσικά και υπήρξαν. Και μάλιστα αυξήθηκαν θεαματικά μόλις οι παραπάνω θεσμοί ατόνησαν, σηματοδοτώντας το τέλος της πεντηκονταετηρίδας του «χρυσού αιώνα» (π.χ. ο τελευταίος οστρακισμός έλαβε χώρα το 416 π.Χ.).

Είναι αδιαφιλονίκητο όμως ότι τα οφέλη αυτών των μέτρων ήταν πολλαπλά και συνέβαλαν ώστε το αθηναϊκό μοντέλο να εμπνεύσει πολλούς αιώνες αργότερα διάφορες νεότερες εκδοχές της δημοκρατίας. Και παρά το γεγονός ότι ήταν χτισμένο πάνω στην προσφορά φθηνής εργασίας από δούλους και στον αποκλεισμό του μισού ελεύθερου πληθυσμού από την πολιτική, διαθέτει πλευρές που ακόμα σήμερα αξίζει να διερευνήσουμε.

Μόλις τον τελευταίο χρόνο εισήχθησαν δειλά στην ελληνική πολιτική συζήτηση οι έννοιες του διαχωρισμού της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία, της διαφάνειας του σκεπτικού και των επιπτώσεων των διοικητικών αποφάσεων (και όχι απλά των αποφάσεων μόνο, όπως συμβαίνει με τη «Διαύγεια»), της προσωπικής ευθύνης για τις αποφάσεις, της αυτοτέλειας των επιστημονικών θεσμών και αποφασιστικών οργάνων από την εκάστοτε εκλεγμένη εξουσία, του περιορισμού ή και κατάργηση της ασυλίας που τόσο προκλητικά εκχωρήθηκε στο πολιτικό προσωπικό, του περιορισμού της πελατειακής εξάρτησης μέσω αδιάβλητων διαδικασιών ένταξης στον δημόσιο τομέα, της συρρίκνωσης του τομέα αυτού καθώς πάσχει από αριθμητική υπερτροφία και ποιοτική υποβάθμιση, της αξιολόγησης αποτελεσμάτων των δημοσίων λειτουργών, της ανάπτυξης ανταγωνιστικότητας εντός του εκπαιδευτικού συστήματος με τις επιλογές να μεταφέρονται σε μεγάλο βαθμό στους λήπτες των υπηρεσιών του, και πολλές ακόμα.

Όλες αυτές οι «νέες» παράμετροι προήλθαν από τον μεταρρυθμιστικό χώρο και κυρίως από τη ΔΞ και τα στελέχη της. Χωρίς να υποτιμάται καθόλου η δράση της Δράσης είναι εμφανές σε οποιονδήποτε καλοπροαίρετο τρίτο ότι δεν είχε κατορθώσει ως τώρα να τα εντάξει στον δημόσιο πολιτικό διάλογο, καίτοι αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό επεξεργασμένες θέσεις της.

Τέλος οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες είναι κατανοητό, ακόμα και στους αδαείς περί τις τεχνολογίες, ότι μπορούν σήμερα να εξασφαλιστούν μέσω ηλεκτρονικών καθολικών ψηφοφοριών, να έχουν μηδαμινό κόστος και να εφαρμόζονται σχετικά συχνά (πράγμα που ήδη συμβαίνει σε ορισμένες χώρες). Η ΔΞ έρχεται να τις εφαρμόσει πρωτοποριακά, κατ’ αρχήν στο εσωτερικό της, για τις ανάγκες των δικών της αρχαιρεσιών και για να επιλύσει τα δικά της «φαντάσματα» εξουσίας.  Νομίζω ότι δεν έχει γίνει ακόμα αντιληπτή η σημασία αυτού του βήματος. Θα κριθεί εκ του αποτελέσματος βέβαια, αλλά και εκ της επιρροής του στη συνολική προοπτική τόσο της ίδιας της ΔΞ, όσο και του πολιτικού συστήματος της χώρας. Και για να επιστρέψω στο αρχικό ερώτημα της διαστολής των συστατικών της εξουσίας: αν υπάρχει ακόμα τρόπος να ελεγχθεί η απληστία μιας μειοψηφίας και η μη παραγωγική διαχείριση του παγκόσμιου πλούτου, αυτός φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με την ανεξαρτητοποίηση της μεγάλης και -σταθερά και αδιάβλητα- αξιολογούμενης διοικητικής μηχανής από το κέντρο των πολιτικών αποφάσεων, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια στο κράτος, και να είναι πλέον εφικτή η συχνή εναλλαγή και ο ουσιαστικός έλεγχος των προσόδων του πολιτικού προσωπικού. Δηλαδή η κατά το δυνατόν απεξάρτησή του από την οικονομική πηγή της εξουσίας. Απομένει το ερώτημα γιατί να θέλει στην περίπτωση αυτή να γίνει κάποιος πολιτικός;

Θεωρητικά τουλάχιστον οι έννοιες της ατομικής τιμής και αρετής καθώς κι εκείνες της αξίας του δημόσιου χώρου και λόγου, ως αναπόσπατα και διαλεγόμενα μέρη του κοινωνικού μορφώματος δεν έχουν απορριφθεί ούτε στο δυτικό κόσμο γενικά, ούτε στην Ελλάδα ειδικά. Έχουν εντούτοις πολλάκις καταλυθεί στην πράξη. Αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση για το αξιακό σύστημα της κοινωνίας μας, το οποίο χρήζει χωριστής διαπραγμάτευσης.

Στο συλλογικό φαντασιακό όλων των κοινωνιών έχει υπάρξει πάντα ένας παρελθών «χρυσός αιώνας», ένας «χαμένος παράδεισος», μια «ιδανική πολιτεία». Ας μην τα φοβόμαστε. Δεν αποτελούν αναγκαστικά τροχοπέδη. Μπορούν και αξίζει να γίνουν υλικό για την κατασκευή του μέλλοντός μας.

 

Ο Θάνος Σίδερης είναι αρχαιολόγος, επισκέπτης καθηγητής ιστορίας και αρχαιολογίας, και ειδικός εμπειρογνώμονας ψηφιακών εφαρμογών στον πολιτισμό και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς.

 

εικόνα: David Ligare, Penelope (1980)

πηγή: David Ligare, Paintings