Τα κόμματα χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό ανάλογα με τον αριθμό των ψήφων που έχουν πάρει στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Η ψήφος πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 0,7 ευρώ (που είναι κατά μέσον όρο και ο συντελεστής των μεγάλων κρατών της Ε.Ε.).

Ενδεικτικά, σήμερα τα ελληνικά κόμματα παίρνουν 10 ευρώ για κάθε ψήφο!

Υποχρεούνται να έχουν ισοσκελισμένο ετήσιο προϋπολογισμό και οι δανειακές τους υποχρεώσεις να μην ξεπερνούν το 20% του προϋπολογισμού. Σε ιστοσελίδα αναρτούν σε real – time όλα τα έσοδα και έξοδα αναλυτικά, ένα προς ένα. Είναι αυτονόητο ότι υφίστανται κάθε χρόνο έλεγχο από ορκωτούς λογιστές.

  • Διενεργείται αναδρομικός έλεγχος από ορκωτούς λογιστές και δικαστικούς λειτουργούς στα οικονομικά των κομμάτων από το 1974 και εντεύθεν. Όπου παρατηρούνται αδιαφανείς συναλλαγές σχηματίζεται δικογραφία.

  • Τα κόμματα δεν είναι υπεράνω νόμου. Αντιθέτως, οφείλουν να αποτελούν παράδειγμα χρηστής διοίκησης και σεβασμού της νομοθεσίας σε όλες τους τις λειτουργίες.

  • Απαγορεύεται στα κόμματα να έχουν οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα ή να συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο σε επιχειρήσεις. Είναι αυτονόητο ότι οι επιχειρηματικές δοσοληψίες δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης, ενώ υποθάλπουν την αδιαφάνεια.

  • Θεωρούμε αδιανόητο να υπάρχει στην ελληνική Βουλή κόμμα που στο καταστατικό του αυτοπροσδιορίζεται (επί λέξει) ως: «επαναστατική οργάνωση εθελοντών ομοϊδεατών που αγωνίζεται για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας... καθοδηγείται από την κοσμοθεωρία του μαρξισμού-λενινισμού και τον προλεταριακό διεθνισμό. Εμπνέεται από τη μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση... Το πέρασμα από την καπιταλιστική κοινωνία, που βρίσκεται σε βαθιά κρίση, σε μια σοσιαλιστική κοινωνία προϋποθέτει την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, την κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής...» Αυτή η «φιλοσοφία» έχει καταστήσει το κόμματα που αυτοαποκαλούνται αριστερά, φορείς της πιο ακραίας συντήρησης, τροχοπέδη σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ταραξίες της πολιτικής ζωής, υποστηρικτές κάθε παράλογου ή καταστρεπτικού αιτήματος, αρκεί να εξασφαλίζει για τα ίδια εκλογική πελατεία.

  • Οι βουλευτές και οι αρχηγοί κομμάτων οφείλουν με τη στάση και τα λόγια τους εντός και εκτός Βουλής να προασπίζουν την έννοια του νόμου. Εάν κάποιο μέλος του νομοθετικού σώματος δηλώσει ανυπακοή σε νόμο εκπίπτει αυτομάτως του αξιώματός του.

  • Κάθε κόμμα οφείλει πριν πάρει μέρος στις εθνικές εκλογές να καταθέσει στον Άρειο Πάγο και να αναρτήσει ταυτόχρονα στο διαδίκτυο, πλήρεις προτάσεις, τεκμηριωμένες με αριθμούς και δεδομένα, ακριβώς όπως γίνεται στους διαγωνισμούς ανάθεσης ενός π.χ. αρχιτεκτονικού έργου. Για να τις συντάξει θα έχει πλήρη και απρόσκοπτη πρόσβαση σε όλα τα αρχεία του κράτους, στο Γενικό Λογιστήριο, στην Τράπεζα Ελλάδος, στα πάντα. Παράδειγμα: όχι «θα πατάξουμε τη φοροδιαφυγή» αλλά: θα πάρουμε αυτά τα συγκεκριμένα μέτρα, που δεσμευόμαστε ότι θα αποφέρουν τόσα έσοδα, από αυτές τις συγκεκριμένες κατηγορίες, σε αυτόν τον συγκεκριμένο χρόνο, με εξαμηνιαία πρόοδο σε τετραετή ορίζοντα. Αν υστερήσει πληρώνει τη διαφορά υπέρ του Δημοσίου – ως ρήτρα – από το Ταμείο του κόμματος με πρόσθετη ρήτρα για τον Υπουργό που χειρίζεται το ανάλογο θέμα. Το θλιβερό αστείο με την καμμένη γη που παραλαμβάνει κάθε κυβέρνηση ώστε να χρησιμοποιείται ως άλλοθι για να κάνει στροφή 180 μοιρών από τις προεκλογικές της υποσχέσεις θα σταματήσει μια για πάντα!

Πρόταση για συζήτηση: 5 θέματα μείζονος σημασίας, που θα ορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, θα είναι κριτήριο αποδοτικότητας για την κυβέρνηση. Τα θέματα θα μπορούν να είναι διαφορετικά σε κάθε εκλογική αναμέτρηση π.χ. 1. Μείωση ελλείμματος 2. Ρυθμός ανάπτυξης 3. Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. κ.λ.π. Αν στο τέλος κάθε έτους η κυβέρνηση υστερήσει περισσότερο από 10% σε 3 από τα 5 θέματα – κριτήρια, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφασίζει την καθαίρεσή της και αναθέτει σε κυβέρνηση προσωπικοτήτων την επίτευξη των στόχων ως το τέλος της τετραετίας. Καθώς οι στόχοι είναι οι ίδιοι – αυτοί που ψηφίστηκαν από τους εκλογείς στις τελευταίες εκλογές, είναι αυτονόητο ότι η νέα κυβέρνηση δεν χρειάζεται ξανά τη λαϊκή εντολή. Η κυβέρνηση που «δεν τα «κατάφερε» υποχρεώνεται στην καταβολή ποινικής ρήτρας υπέρ του Δημοσίου, 1.000.000 ευρώ για κάθε στόχο στον οποίο υστέρησε.