Αναδιαμόρφωση του συστήματος σχεδιασμού και αξιολόγησης των Δημοσίων επενδύσεων και επιλογής των έργων, με απλοποίηση, διαφάνεια, ανεξάρτητες ομάδες ειδικών εμπειρογνωμόνων, διεθνή συνεργασία, μεταφορά καλών πρακτικών. Βασικοί στόχοι των δημοσίων επενδύσεων είναι;
1. Η δημιουργία υποδομών (και η ανάπτυξη παραγωγικού ανθρώπινου δυναμικού), η δημιουργία δικτύων μεγάλης κλίμακας (δρόμοι, δίκτυα διανομής ενέργειας, δίκτυα τραίνων, λιμάνια, αεροδρόμια ακόμη και soft δίκτυα διανομής προϊόντων), η δημιουργία των βασικών προϋποθέσεων παραγωγής (υποδομές παροχής πληροφορίας, τεχνογνωσίας κλπ). Όλα αυτά εξασφαλίζουν την δυνατότητα ανάπτυξης παραγωγικής δραστηριότητας από τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες.
Τα δίκτυα, τα οποία προϋποθέτουν επένδυση μεγάλης κλίμακας και σχετικά σημαντικό κόστος λειτουργίας, όντας δημόσια και σε πολλές περιπτώσεις μη ανταποδοτικά προς το δημόσιο, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για εισδοχή νέων επιχειρήσεων και επομένως ανταγωνισμού και ανάπτυξης. Το χαμηλό κόστος χρήσης τους και η υψηλή ποιότητα βελτιώνει την συνολική παραγωγικότητα επιτρέποντας την αξιοποίηση πολύτιμων πόρων σε γεωγραφικές περιοχές και κοινωνικές ενότητες οριακού κόστους παραγωγής.
Με απλά λόγια επιτρέπουν την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων παραγωγής πλούτου της οικονομίας η οποία επιστρέφει και στο Δημόσιο μέσω των φόρων και των εισφορών των εργαζομένων και των επιχειρήσεων.
Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό στην περίπτωση χωρών με κατακερματισμένη γεωγραφία. Στην ειδική περίπτωση της Ελλάδας η γεωγραφική θέση και το κατακερματισμένο τοπίο αποτελεί ταυτόχρονα συγκριτικό μειονέκτημα και το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα εφόσον κατορθώσει η χώρα να το αναδείξει ως τέτοιο μέσω ποιοτικών, σταθερών και χαμηλού κόστους χρήσης δικτύων.
Ο δημόσιος χαρακτήρας και η ανεξάρτητη ρύθμισή τους πρέπει να έχει αποκλειστικό στόχο τη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού, την αποφυγή μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών καταστάσεων, την πρόσβαση νέων επιχειρήσεων στην αγορά και την διασφάλιση της ανάπτυξης των περιφερειών της χώρας. Η παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών και η διανομή τους μέσω των δικτύων είναι υπόθεση της ιδιωτικής οικονομίας.
2. Αξιοποίηση του Εθνικού και Ευρωπαϊκού σκέλους των δημοσίων επενδύσεων στην κατεύθυνση της παροχής φθηνών και αξιόπιστων υποδομών και δικτύων από το κράτος. Διεκδίκηση ευρωπαϊκών κεφαλαίων στο πλαίσιο της δημιουργίας ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων μεγάλης κλίμακας για την ανάπτυξη διευρωπαϊκών δικτύων.
Η χώρα στο σημείο αυτό διαθέτει ισχυρό επιχείρημα στην Ευρώπη καθώς αποτελεί γέφυρα της ευρωπαϊκής ανάπτυξης με την Ασία, την Μέση Ανατολή και την Αφρική. Η συζήτηση έχει ξεκινήσει και εμείς είμαστε απόντες. Δεν αρκεί να επαιτούμε για να πάρουμε όσα χώρες που δεν συνδέουν την Ευρώπη με στρατηγικές περιοχές. Πρέπει να απαιτήσουμε αυτά που αντιστοιχούν στο στρατηγικό όφελος της Ευρώπης από την ανάπτυξη της Ελλάδας.
Ο σχεδιασμός των στρατηγικών αξόνων των δημόσιων επενδύσεων είναι ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας που πρέπει να στηριχθεί σε μια στιβαρή διοίκηση και να λαμβάνεται μετά από σοβαρό ανοιχτό διάλογο και συναίνεση της κοινωνίας, μέσω δημοκρατικής διαδικασίας.
Σημαντική προϋπόθεση για την παραγωγική διαχείριση των κεφαλαίων αυτών είναι η ιεράρχηση και επιλογή των επενδύσεων.
Οι αποφάσεις για την επιλογή των έργων που θα ενταχθούν στο πλαίσιο των Δημόσιων Επενδύσεων λαμβάνονται σήμερα άμεσα ή έμμεσα από την πολιτική ηγεσία (δηλαδή τους Υπουργούς και τους κομματικούς συμβούλους τους) με αδιαφανή και κομματικά κριτήρια. Οι απαιτούμενες μελέτες βιωσιμότητας και ανταποδοτικότητας προς την κοινωνία πρέπει να γίνουν πραγματικό εργαλείο επιλογής των έργων και όχι να τεκμηριώνουν αναδρομικά, ειλημμένες και μη ανακοινωμένες αποφάσεις.
Απαιτείται ένα σύστημα σχεδιασμού και αξιολόγησης των δημόσιων επενδύσεων που θα εξετάζει τις μελέτες για την ανταποδοτικότητα της δημόσιας επένδυσης τόσο ως προς τον δημόσιο (άμεση και έμμεση) όσο και προς τον ιδιωτικό τομέα.
Η συζήτηση για μιας διαφορετικής μορφής εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, με την εισαγωγή όρων διακρατικού και κοινοτικού ελέγχου και υποχρεωτικής αξιοποίησης τεχνογνωσίας και εμπειρογνωμοσύνης από επιτυχημένα ευρωπαϊκά και άλλα παραδείγματα είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί η ορθολογική χρήση των χρημάτων των Ελλήνων και Ευρωπαίων φορολογουμένων προς όφελος της παραγωγής και της ανάπτυξης.
Η επιλογή των έργων είναι τεχνικό θέμα που πρέπει να αφαιρεθεί από την πολιτική ηγεσία, η οποία το ασκεί σήμερα με ανεξέλεγκτο και μικροκομματικό τρόπο, να μεταφερθεί σε ανεξάρτητα συστήματα στηριγμένα σε εμπειρογνώμονες διεθνούς εμπειρίας και να διαμορφωθεί σταδιακά σε κοινοτικό επίπεδο, με διαφανείς διαδικασίες. Να γίνεται μετά από ουσιαστική τεχνοκρατική αξιολόγηση, στο πλαίσιο των αξόνων ανάπτυξης, με κύριο κριτήριο την πολλαπλασιαστική επίπτωση της επένδυσης στο σύνολο της παραγωγικής οικονομίας, την ενίσχυση της εξωστρέφειας και την δημιουργία νέων κατά το δυνατόν ποιοτικών και υψηλής εξειδίκευσης θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, λαμβάνοντας υπόψη και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Την περιβαλλοντική βιωσιμότητα όμως όχι ως νομικίστικο προκάλυμμα προάσπισης ανομολόγητων μικροσυμφερόντων και καθυστέρησης κάθε απόφασης αλλά ως ουσία. Η καταστροφή και κατανάλωση μη ανανεώσιμων και σπάνιων πόρων μεσοπρόθεσμα καταστρέφει πάντα περισσότερο πλούτο από όσο πρόσκαιρα παράγει.
Τα αποτελέσματα της κάθε δημόσιας επένδυσης οφείλουν να αξιολογούνται και να μετρούνται ως προς τους στόχους της και η αξιολόγηση αυτή να ανακοινώνεται δημόσια. Καμία δημόσια επένδυση κανένα έργο χωρίς πλήρη μελέτη κόστους οφέλους. Κανένα έργο χωρίς απολογισμό και λογοδοσία.
3. Επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων μέσω της ανάθεσης μακρόχρονων συμβάσεων λειτουργίας με βασικό κριτήριο το δεσμευτικά χαμηλότερο κόστος και την ποιότητα των υπηρεσιών που θα παρέχουν προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, οι παραγωγοί των υπηρεσιών αυτών και όχι το άμεσο εισπρακτικό όφελος.
4. Επιτάχυνση της διαδικασίας αξιοποίησης για παραγωγική χρήση κάθε πόρου δημόσιας περιουσίας που σπαταλιέται, αργεί ή καταπατάται.