Ο νέος Πρόεδρος της ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Βαγγέλης Ακτσαλής - ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Τα νέα της ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Πάντως λειτουργούσε. Και στα πλαίσια της λειτουργίας αυτής γίνονταν εκτός από μαθήματα και γενικές συνελεύσεις Τομέων και Τμήματος. Σ’ αυτές, κάποιος «ιδιόρρυθμος» τύπος εξέφραζε κατά καιρούς τις εξής «περίεργες» και «καινοφανείς» απόψεις, όπως:

«Κύριοι συνάδελφοι, το να είναι κανείς καθηγητής στο πανεπιστήμιο δεν είναι Τίτλος, είναι Επάγγελμα. Και επειδή αυτό το επάγγελμα είναι πολύ ευγενές και σημαντικό, δηλαδή λειτούργημα, καταλήγει στο τέλος να αποτελεί και τίτλο»

«Κύριοι συνάδελφοι, εδώ δεν είμαστε ούτε ερευνητικό κέντρο, ούτε νοσοκομείο. Είμαστε ιατρική σχολή. Οφείλουμε την ύπαρξή μας στους φοιτητές μας που επέλεξαν να σπουδάσουν αυτή την πολύ σημαντική και δύσκολη επιστήμη που είναι η Ιατρική. Και είναι οι κατά τεκμήριο καλύτεροι μαθητές εκείνοι που μας επέλεξαν. Κατά συνέπειαν, οι φοιτητές μας και τα προβλήματά τους πρέπει να είναι το επίκεντρο της προσοχής μας».

«Κύριοι συνάδελφοι, οφείλουμε την ύπαρξή μας σε κάποιους νόμους και είμαστε δημόσιοι λειτουργοί. Είναι συνεπώς αδιανόητο να μην εφαρμόζουμε με απόλυτη ευλάβεια τους νόμους και να επιχειρούμε να τους παρακάμψουμε» (αυτό το «οφείλουμε την ύπαρξή μας» του είχε γίνει έμμονη ιδέα, ως φαίνεται…)

   Οι…κύριοι συνάδελφοι, τον κοίταζαν σιωπηλοί και βλοσυροί, όταν έλεγε αυτά τα παράξενα. Και πολλοί από αυτούς κατείχαν ανώτερη βαθμίδα από τον ιδιόρρυθμο. Ούτε μια φορά δεν ακούστηκαν τα κλασσικά «σκληρά», «μάγκικα» και «αξιοπρεπή» του τύπου: «Κύριε συνάδελφε, δεν συνηθίζω να δέχομαι μαθήματα από κανέναν» κλπ. κλπ. Ούτε επιδοκιμασία, ούτε αποδοκιμασία. Το καλύτερο μάλιστα ήταν ότι όλα αυτά ο sui generis δεν τα έλεγε «ξεκάρφωτα». Τα χρησιμοποιούσε ως επιχειρήματα για να στηρίξει κάποια θέση του σχετικά με συγκεκριμένο θέμα που συζητιόταν. Και με τα επιχειρήματα αυτά, όχι μόνο η θέση του πέρναγε, αλλά το υπό συζήτησιν θέμα δεν επανερχόταν ποτέ πλέον προς συζήτηση. Περίεργα πράγματα….

 Μήπως ίσχυε το γνωστό «από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια;» Πάντως, ο ιδιόρρυθμος, μικρός δεν ήταν.

Ο τρελός λοιπόν της Σχολής τα έβαζε και με τους φοιτητές. Όχι φυσικά με όλους, αλλά μόνο με τους «αγωνιστές» των καταλήψεων. Για παράδειγμα τους έλεγε:

«Η κατάληψη δημόσιου χώρου είναι αυτόφωρο αδίκημα και κανονικά θα έπρεπε να σας συλλάβουν και να λογοδοτήσετε στη δικαιοσύνη». Όταν εκείνοι του απαντούσαν ότι αυτό δεν γίνεται εφόσον υπάρχει πανεπιστημιακό άσυλο, εκείνος ανταπαντούσε: «Πώς τολμάτε και επικαλείσθε το άσυλο; Το άσυλο θεσμοθετήθηκε για να προστατεύεται η ελεύθερη διδασκαλία και η έρευνα, Εσείς είσθε εκείνοι που καταπατείτε το άσυλο».  

Τελικά ο τρελός αποδείχθηκε ιδιαίτερα …ήσυχος. Ήσυχος με τη συνείδησή του και ήσυχος και στην ίδια την καθημερινότητά του. Ίσως γιατί οι άλλοι είχαν καταλάβει ότι «στον τρελό δεν πάμε κόντρα».

Να σημειώσουμε ότι ενδεικτική της τρέλας που κουβαλούσε ήταν και η ένταξή του σε μια ομάδα (κίνημα το αποκαλούσε) απλών πολιτών, που θεωρούν ότι μπορούν να αλλάξουν τη χώρα! Θού Κύριε…

Ας αφήσουμε τώρα την περίπτωση του τρελούτσικου, γραφικού και αιθεροβάμονος φίλου μας και ας έρθουμε στην πραγματικότητα. Η οποία εξελίσσεται σε εντελώς  περίεργη και δυσνόητη, έως και εντελώς παράλογη και ανόητη.

Η Κυβέρνηση «αποφάσισε» (δηλαδή κάποιοι άλλοι αποφάσισαν) εντελώς αυθαίρετα και βάσει μόνο λογιστικών υπολογισμών να «διαθέσει» - απολύσει ένα μεγάλο ποσοστό διοικητικών υπαλλήλων του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Αυτοί αντέδρασαν με τον μόνο τρόπο που ήξεραν. Απεργία και λίγο από …κατάληψη (με την …τεχνογνωσία των «αγωνιστών» φοιτητών μας). Αυτό η Κυβέρνηση υποτίθεται ότι το περίμενε. Οι απεργοί όμως πληρώνονταν και έτσι η απεργία δεν «έσπαγε». Αυτό η Κυβέρνηση δεν το περίμενε και αποδείχθηκε ότι δεν είχε και τρόπο να αντιδράσει. Ο Πρύτανις του ΕΚΠΑ ήταν με τους απεργούς. Και σε αντίθεση με άλλους πρυτάνεις (π.χ. του Αριστοτελείου Θεσσαλονίκης) έκρινε ότι εξετάσεις και μαθήματα δεν μπορούν να γίνουν. Λες και τα μαθήματα τα κάνουν οι διοικητικοί.

Έτσι το ΕΚΠΑ και η Ιατρική Σχολή παραμένουν κλειστά με ευθύνη όλων των προαναφερομένων, οι οποίοι ολοφύρονται για τους καημένους τους φοιτητές που χάνουν το εξάμηνο, ρίχνοντας ο ένας στον άλλον τις ευθύνες.

Λύση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, καθόσον οι δύο πλευρές δεν «τα βρίσκουν». Οι μεν θέλουν η κυβέρνηση να υποχωρήσει πλήρως και «εκπεφρασμένως». Η κυβέρνηση δεν θέλει να ομολογήσει την υποχώρηση, διότι αυτό θα αποτελέσει «κακό προηγούμενο». Δεν θέλει όμως και να επιδείξει «υπέρμετρο» δυναμισμό, αφενός μεν γιατί «έχει τη φωλιά της λερωμένη», αφετέρου δε γιατί φοβάται τις αντιδράσεις των πάσης φύσεως «αγωνιστών», που δεν ξέρει και δεν τολμά να αντιμετωπίσει. Ο Πρύτανις κάνει «εκκλήσεις» δεξιά και αριστερά και κανείς (και ορθώς!) δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Μόνο η Δικαιοσύνη ενδιαφέρεται πλέον γι’ αυτόν.

Όλα τα παραπάνω παρανοϊκά φαινόμενα έχουν μια λογική αλληλουχία και εξήγηση, αλλά μόνο λογικά δεν είναι. Αν μάλιστα επεκτείνουμε το οπτικό μας πεδίο και το αντικείμενο των παρατηρήσεών μας σε όλη τη χώρα, θα οδηγηθούμε σε ένα σύνολο «εξηγήσεων» με «λογική», έως επιστημονική αλληλουχία, που ερμηνεύουν το πώς έφθασε η χώρα στη σημερινή της αξιοθρήνητη κατάσταση. Η οποία όμως, αν τη δει κανείς σφαιρικά και συνολικά, στερείται παντελώς οιασδήποτε λογικής. Δεν ήταν ούτε λογικό, ούτε αναπόφευκτο να φθάσουμε εδώ.

Οι υπεύθυνοι για την κατάστασή μας «επιτυχημένοι» δημόσιοι άνδρες εθεωρούντο «λογικοί» και «ρεαλιστές». Όχι ιδιαίτερα έντιμοι, αλλά η εντιμότητα εθεωρείτο και αυτή «ανεδαφική» και «συγκριτικό μειονέκτημα» στο να αποκτήσουν και να διατηρήσουν θέσεις ευθύνης.

Λείπει λοιπόν από τη λογική μας μεθοδολογία ένας βασικός κρίκος. Κάποιο εξάρτημα της μηχανής δεν λειτουργεί καλά. Κάποια «βίδα» έχει «λασκάρει». Ποιά είναι αυτή;

Για να απαντήσουμε στο θεμελιώδες αυτό ερώτημα, θα χρειασθεί να καταφύγουμε σε θεμελιώδεις αρχές. Στoν αρχικό λόγο της ύπαρξης όλων των δομών που τόσο τραγικά δυσλειτουργούν.

Νάτο πάλι. Υποχεωτικά μας έρχεται στο μυαλό το «οφείλουμε την ύπαρξή μας» του sui generis θεωρητικολογούντος και αιθεροβάμονος φίλου μας. Ας δοκιμάσουμε να το χρησιμοποιήσουμε ως «εργαλείο σκέψης» και μετά βλέπουμε…

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν. Το Πανεπιστήμιο «οφείλει την ύπαρξή του» στην ανάγκη μιας κοινωνίας να έχει επιστήμονες, δηλαδή ανθρώπους που γνωρίζουν καλά το αντικείμενό τους. Την ανάγκη της αυτή εκφράζει και διατυπώνει στο άρθρο 16 του Συντάγματος, όπου μεταξύ άλλων λέγονται τα εξής:

…Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους…  Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια…

…Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους… Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει… Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν προτού λήξει σύμφωνα με το νόμο ο χρόνος υπηρεσίας τους παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφος 4 και ύστερα από απόφαση συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς…

 Από τα παραπάνω επισημαίνουμε: «πλήρη αυτοδιοίκηση» «υπό τηνΕποπτεία του Κράτους» «ενισχύονται οικονομικά» «λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους».

Τι έκανε όμως το εποπτεύον Κράτος; Αφού ίδρυσε τα ΑΕΙ, ενέκρινε τους οργανισμούς τους, άρα και τον αριθμό των υπαλλήλων και «λειτουργών» τους. (Για παράδειγμα ενέκρινε για την Ιατρική Αθηνών την ύπαρξη 5 (πέντε) παθολογικών κλινικών και ισαρίθμων χειρουργικών, για την εκπαίδευση του ιδίου αριθμού φοιτητών (που παλιότερα εκπαιδεύονταν με 2+2 τέτοιες κλινικές)). Και ενώ για τους «λειτουργούς» θέσπισε σαφή κριτήρια και διαδικασίες επιλογής, «παρέλειψε» να κάνει το ίδιο και για τους διοικητικούς υπαλλήλους.

Τι έκανε η «πλήρης αυτοδιοίκηση»; Χρησιμοποίησε όλα τα «παράθυρα» των εκάστοτε νόμων για να επιλέξει το λοιπό προσωπικό των ΑΕΙ «κατά το δοκούν», του εποπτεύοντος Κράτους συναινούντος πλήρως.

Με τι «μούτρα» τώρα έρχεται το Κράτος και ζητάει απόλυση του 30% των υπαλλήλων αυτών; Και πώς μπορεί το ίδιο να αποφασίσει ποιοι πρέπει να φύγουν; Αυτό δεν προσκρούει στην «πλήρη αυτοδιοίκηση»; Λογικά, αυτοί που τους προσέλαβαν, οι ίδιοι πρέπει να αποφασίσουν ποιοι περισσεύουν και πρέπει να φύγουν. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει το Κράτος σύμφωνα με το Σύνταγμα, (τα ΑΕΙ «έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό», αλλά το Κράτος δεν έχει υποχρέωση να δίνει όλα όσα του ζητούνται, αν βρίσκεται σε δύσκολη θεση) θα ήταν να πει στα ΑΕΙ: «Εγώ το Κράτος, ως εποπτεύουσα και χρηματοδοτούσα αρχή, αποφασίζω ότι για τους φοιτητές που έχετε και για τα εργαστήρια που λειτουργείτε χρειάζεσθε διοικητικό και τεχνικό προσωπικό μειωμένο κατά 30%. Μειώνω λοιπόν το κονδύλιο για τις αμοιβές του προσωπικού αυτού κατά 30% και εσείς κάντε ό,τι νομίζετε». Μια έντιμη και καθαρή λύση, που όμως δεν θα ικανοποιούσε τον κ. Μητσοτάκη που θέλει να συμπληρώσει τον αριθμό απολυμένων που ζητάει η Τρόϊκα.

Αν εφαρμόσουμε τώρα τη μεθοδολογία της αναζήτησης των αρχικών και θεμελιωδών λόγων ύπαρξης, εύκολα θα διαπιστώσουμε ότι

1)     Οι πολιτικοί «οφείλουν την ύπαρξή τους» στους πολίτες που τους ψήφισαν και εν ονόματι των οποίων ασκούν διακυβέρνηση. Κατά συνέπεια, θα έπρεπε να διαχειρίζονται με μέγιστο σεβασμό τα χρήματά τους και να μην υποσκάπτουν το μέλλον τους με διάπραξη ή ανοχή «ρουσφετολογικών» διορισμών.

2)     Οι «δημόσιοι λειτουργοί» των ΑΕΙ  (Καθηγητές, Διευθυντές μονάδων, πρυτανικές και λοιπές αρχές) «οφείλουν την ύπαρξή τους» στο ίδιο το Πανεπιστήμιο, του οποίου πρέπει να σέβονται τους πόρους και επίσης οφείλουν τον χαρακτηρισμό τους ως δημοσίων λειτουργών στην αναγνώριση από την Πολιτεία του σημαντικού έργου που επιτελούν και στη συνακόλουθη εμπιστοσύνη που τους δείχνει το Κράτος λόγω της επιστημονικής και ηθικής τους υπόστασης. Και να μην κάνουν κατάχρηση της εμπιστοσύνης αυτής (καθώς και της ιδιαίτερης προστασίας που απολαμβάνουν βάσει του Συντάγματος) επιδιώκοντας την πρόσληψη υπεράριθμου προσωπικού και μάλιστα όχι των κατά τεκμήριο καλύτερων.

3)     Οι διοικητικοί «οφείλουν την ύπαρξή τους» στο δημόσιο ΑΕΙ, αλλά η στάση τους στο ΕΚΠΑ και το ΕΜΠ κάθε άλλο παρά αυτό αναγνωρίζει. Απετέλεσε στην κυριολεξία δολιοφθορά στην λειτουργία των Ιδρυμάτων αυτών. Αν επέλεγαν απεργία χωρίς κατάληψη και με προσωπικό ασφαλείας, όπως και τα δικαστήρια αποφάσισαν, οι εξετάσεις και τα μαθήματα θα γίνονταν. Και δεν θα ζημιώνονταν οι φοιτητές, στην επιθυμία των οποίων να σπουδάσουν όλοι οι προαναφερόμενοι «οφείλουν την ύπαρξή τους». Βέβαια εδώ υπάρχει και μια πονηριά: Αν τοποθετούσαν προσωπικό ασφαλείας, θα ήσαν υποχρεωμένοι να βάλουν και κάποιον συνάδελφο της μισθοδοσίας να τους κόψει τις αποδοχές. Οπότε…

Βλέπουμε λοιπόν ότι το «εξάρτημα» που λείπει από τη «μηχανή» της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι άλλο από την περίφημη Κοινωνική Συνείδηση. Δηλαδή τη συναίσθηση του ρόλου που έχει επωμισθεί ο κάθε πολίτης στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτόν. Εξ ου και ο τίτλος του άρθρου:  «Ολική Επαναφορά» στις Βασικές Αρχές της Ύπαρξής μας ως Πολιτών. Αυτό πρέπει να κάνουμε για κάθε πρόβλημα που ως κοινωνία αντιμετωπίζουμε και πριν από κάθε σημαντική απόφαση.  

Ας επανέλθουμε για λίγο στη φράση «οφείλουμε την ύπαρξή μας», που είδαμε ότι «δουλεύει» ως αναλυτικό εργαλείο. Αυτή δεν έχει μόνο ηθική, αλλά και τελεολογική – ωφελιμιστική σημασία, η οποία συνήθως υποτιμάται.

Ο Έλληνας πράγματι σέβεται τους γονείς του, στους οποίους «οφείλει την ύπαρξή του», ακόμη και όταν αυτοί έχουν πάψει να του είναι ωφέλιμοι, αλλά πολλές φορές τους επιβαρύνουν κιόλας. Δεν επιδεικνύει όμως την ίδια επιμέλεια, σε ό,τι αφορά την Εταιρεία ή τον κρατικό Οργανισμό, στον οποίο εργάζεται. Ωστόσο αν, με τις δικές του πράξεις και παραλείψεις, ο Οργανισμός ζημιωθεί ή κλείσει, θα ζημιωθεί καίρια και ο ίδιος.

Γενικότερα, ως Έλληνες, «οφείλουμε την ύπαρξή μας» στην πατρίδα μας. Αλλά σ’ αυτήν εξακολουθούμε και ζούμε. Μας συμφέρει να λειτουργεί καλά. Μπορούμε κάλλιστα να συνδυάζουμε το ατομικό μας συμφέρον με το κοινωνικό. Αλλά συνήθως δεν το κάνουμε. Η κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση. Ο κανόνας αντίθετα είναι το : «Δε βαριέσαι, εμείς και τα παιδιά μας να είναι καλά. Τι με νοιάζει για τους άλλους». Και αυτή θεωρείται «ρεαλιστική» και «προσγειωμένη» στάση.

Δεν είναι όμως. Όταν τα παιδιά του, υπέρ των οποίων υποτίθεται ότι «αμάρτησε», και τα οποία «οφείλουν την ύπαρξή τους» στον ίδιο, φθάσουν στο σημείο να υποστούν τις συνέπειες της συνολικής αυτής αντιμετώπισης της χώρας από τους πολιτικούς και τους πολίτες της, είναι πολύ πιθανό να λησμονήσουν την «οφειλή» τους και να του καταλογίσουν το μερίδιο της ευθύνης του, αντιδρώντας με γενική απαξίωση και καμπόσα «φάσκελα». Και αυτό δεν θα συμφέρει καθόλου τον ρεαλιστή συμπολίτη μας.

Και ας τελειώσουμε με τους «ρομαντικούς» και «αιθεροβάμονες» πολίτες που αποφάσισαν να οργανωθούν σε Κινήματα. Αν διαπιστώσει κανείς ότι η πολιτική είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευθούμε στους (Έλληνες) πολιτικούς (κατά παράφρασιν της γνωστής φράσης του Ζωρζ Κλεμανσώ «Ο πόλεμος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευθούμε στους στρατιωτικούς»), ποια άλλη μπορεί να είναι πιο ρεαλιστική στάση από το να συνασπισθούν και να αντιδράσουν;

Ίσως και στο όνομα ενός τέτοιου Κινήματος «Δημιουργία,Ξανά!», το ξΑΝΑ να υποδηλώνει ακριβώς αυτό: Ολική ΕπΑΝΑφορά!  

Φωτογραφία: tripadvisor.com

Αρθρογράφος
Διονύσιος Βενιεράτος
Author: Διονύσιος Βενιεράτος
Ομότιμος Καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Εθνικής Επιτροπής του πολιτικού κόμματος ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΞΑΝΑ και περιφερειακός σύμβουλος Αττικής
Διαβάστε επίσης