«Δε βαριέσαι» αντί για κοινωνική συνείδηση

Η κοινωνικότητα αποτελεί τον κανόνα στα εξελιγμένα ζώα, αλλά δεν ταυτίζεται με την κοινωνική συνείδηση.
Η κοινωνικότητα είναι έμφυτη. Η κοινωνική συνείδηση είτε διδάσκεται, είτε αποτελεί συνειδητή επιλογή.
Στα εξελιγμένα κοινωνικά ζώα, η διδασκαλία της κοινωνικής συνείδησης γίνεται συνήθως με τη μέθοδο της ανταμοιβής και της τιμωρίας. Η ίδια «μέθοδος διδασκαλίας» αποτελεί και τον ακρογωνιαίο λίθο ακόμη και στις ανθρώπινες κοινωνίες.

Είναι παρατηρημένο ότι από τις χώρες της Ευρώπης εκείνες του Βορρά είναι πιο καλά οργανωμένες  κοινωνικά και διοικητικά, οι κάτοικοί τους έχουν μεγαλύτερη κοινωνική συνείδηση, είναι περισσότερο «του καθήκοντος» και όχι «των δικαιωμάτων» και έτσι δουλεύουν πιο συστηματικά, πιο ομαδικά και πιο παραγωγικά. Ίσως το σκληρότερο κλίμα τους να έχει επιδράσει στην καλύτερη κοινωνική τους οργάνωση, χωρίς την οποία θα ήταν (διαχρονικά) δύσκολο να επιβιώσουν ως κοινωνίες.

Σε πιο συνειδητοποιημένους ανθρώπους, η κοινωνική συνείδηση μπορεί να αποκτηθεί και με βάση μια βαθύτερη θεώρηση της έννοιας της κοινωνίας και των ελαχίστων απαιτήσεων που η κοινωνία έχει από τα μέλη της, τα οποία με τη σειρά τους καλούνται να ενστερνισθούν την άποψη ότι εκτός από δικαιώματα έχουν και θεμελιώδεις προς αυτήν υποχρεώσεις.

Συνειδητοποιημένοι (από επιλογή) άνθρωποι υπάρχουν παντού, ακόμη και στην – νότια - Ελλάδα. Δεν αποτελούν ωστόσο τον κανόνα. Εδώ ο κανόνας είναι το «δε βαριέσαι».

 Ξεκινώντας από το δεδομένο έλλειμμα σε κοινωνική συνείδηση, η νεοελληνική έκφραση «δε βαριέσαι» μπορεί να υπονοεί δύο τινά:

1) Ότι οι έχοντες διοικητική ευθύνη (υπάλληλοι, πολιτικοί κλπ) επιτελούν πλημμελώς τα καθήκοντά τους διότι δεν έχουν κοινωνική συνείδηση και …«βαριούνται» και διότι δεν ισχύει γι’ αυτούς η αντίστοιχη αρχή της ανταμοιβής και της τιμωρίας. Παραμένουν στη θέση τους ακόμη και αν δεν τα επιτελούν.

2) Ότι οι πολίτες, πέραν του ενδεχομένου ότι μπορεί να μη διαθέτουν ούτε αυτοί κοινωνική συνείδηση, έχουν επίσης «βαρεθεί» μετά από διαδοχικές προσπάθειες προς τους ιθύνοντες «αρμοδίους», που έχουν αποβεί άκαρπες.

«Δε βαριέσαι», πελατειακό κράτος και διαφθορά

Εκτός από τους παράγοντες που ισχύουν στην Ελλάδα ως χώρας του ευρωπαϊκού νότου, το «δε βαριέσαι» συνδυάζεται καταπληκτικά με το φαινόμενο  του «πελατειακού κράτους», που έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα στη χώρα μας έχοντας τις ρίζες του τόσο βαθιές που φτάνουν ως την …τουρκοκρατία, ίσως και ακόμη πιο πίσω αποκτώντας χαρακτήρα «πολιτεύματος» !

Η πάσης φύσεως διαπλοκή πολιτών και κράτους, όπως επίσης και συναλλαγές «κάτω από το τραπέζι» με ταυτόχρονη παραβίαση όλων των κανόνων εύρυθμης και σύννομης λειτουργίας της κοινωνίας έχει αναδειχθεί η καλύτερη μέθοδος να «κάνουμε τη δουλειά μας» με τον λιγότερο δυνατό κόπο και παράλληλα να ανεχόμαστε να κάνουν και οι άλλοι το ίδιο.

Θεσμοθέτηση λοιπόν του «δε βαριέσαι» σε όλο της το μεγαλείο.

Γνωρίζοντας ωστόσο πού μας έχουν οδηγήσει όλα αυτά, οι συνειδητοποιημένοι πολίτες καλούνται να αντιδράσουν αγνοώντας σημαντικές λεπτομέρειες της διαπλοκής, η οποία, συντελούμενη «κάτω από το τραπέζι» παραμένει κατά μεγάλο ποσοστό κρυφή και απροσπέλαστη. Επειδή όμως δεν μπορούν να κρυφτούν τα πάντα, υπάρχει ένα υπόλοιπο μικρό ποσοστό, φανερό σε όλους. Κάτι σαν την κορυφή ενός παγόβουνου.   

Έτσι λοιπόν μπορεί να μη γνωρίζουμε με ακρίβεια τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά «η κορυφή του παγόβουνου» μπορεί να δώσει αρκετές πληροφορίες για ό,τι βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Στο τέλος-τέλος, η κορυφή δεν μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική από το υπόλοιπο παγόβουνο και μπορεί να μας προϊδεάσει αρκετά.
Αρκεί να μη «βαριόμαστε» να εξετάσουμε τις πολυτιμότατες πληροφορίες που παρέχει η ορατή κορυφή του παγόβουνου.

Και αφού βγάλουμε τα σχετικά συμπεράσματα να προσαρμόσουμε αναλόγως και την πολιτική μας συμπεριφορά, ο οποία μπορεί να συνοψισθεί σε δύο αρχές:

Α) Μηδενική ανοχή στις πάσης φύσεως «αποκλίσεις» από το κοινωνικώς δίκαιο και ηθικώς αποδεκτό, που είναι ήδη ορατές όπως το φανερό μέρος του παγόβουνου

Β) Μηδενική ανοχή στο «δε βαριέσαι», που αποτελεί τη δική μας επονείδιστη και ένοχη «συνεισφορά» στο πρόβλημα. Καθόσον, αν θέλουμε να αλλάξει η κοινωνία, πρέπει παράλληλα να αλλάξουμε και τον εαυτό μας. (Βλ και σχετικό άρθρο μου). Σε διαφορετική περίπτωση, οδηγούμαστε σε ό,τι περιγράφεται στο επόμενο κεφάλαιο.   

«Δε βαριέσαι» και η σχετική πολιτική συμπεριφορά

 Όταν έρθει η ώρα να αποφασίσουμε ως υπεύθυνοι πολίτες και εκλογείς τις τύχες της χώρας, πρέπει να γνωρίζουμε πού οδηγεί η έως τώρα κυρίαρχη νοοτροπία μας. Καθόσον παρεπόμενα της νοοτροπίας «δε βαριέσαι» είναι προφανώς «σκέψεις» όπως οι παρακάτω:

• «Όλοι ίδιοι είναι»
• «Αφού όλοι εξαπατούν συνειδητά, κλέβουν, επωφελούνται παντοιοτρόπως, υπηρετούν ιδιοτελείς σκοπούς αδιαφορώντας, ή μη επιθυμώντας ή (απλά!) αδυνατώντας να λύσουν τα προβλήματα της κοινωνίας, γιατί να μην κοιτάξω κι εγώ ΜΟΝΟ τα δικά μου; Γιατί να μην ψηφίσω αυτόν που νομίζω ότι θα με «βολέψει», έστω για λίγο ακόμη;»
• «Τον Α και τον Β τους είδαμε, ας δούμε και τον Γ, μολονότι δεν μας πείθει καθόλου…»
• «Δεν ξέρω παρά μόνο τον Α, τον Β και τον Γ. Πού να ψάχνω τώρα τον καλύτερο… Δε βαριέσαι … να αναζητήσεις και σκεφτείς»

Αν, βλέποντας τον Α, τον Β ΚΑΙ τον Γ διαπιστώσουμε ότι «έχουμε δει αρκετά!...», τότε και μόνο τότε θα αποφύγουμε να …δούμε και τον Δ!

Διότι έτσι θα φτάσουμε να «δούμε» και τον κ. Μιχαλολιάκο.
Τότε πλέον θα διαπιστώσουμε ότι κακώς …βαριόμασταν όλο τον προηγούμενο καιρό.
Αλλά θα είναι πολύ αργά.

Μια ντροπή... μας σώζει!

Η χώρα, στην οποία γεννήθηκε η φιλοσοφία και η αντιμετώπιση της πραγματικότητας με βάση τη λογική, δεν φημίζεται για τη χρήση της ανθρώπινης αυτής ιδιότητας από τους σύγχρονους κατοίκους της. Έτσι ο σύγχρονος Έλληνας αποφασίζει κυρίως με το συναίσθημα, όχι τόσο γιατί είναι περισσότερο συναισθηματικός και παρορμητικός από άλλους λαούς, όσο γιατί η χρήση της λογικής απαιτεί πνευματική προσπάθεια, την οποία απαξιώνουμε και αποφεύγουμε γιατί… βαριόμαστε. Το «δε βαριέσαι» αποτελεί έτσι ένα είδος συναισθηματικής αντίδρασης, χωρίς να μπορεί ακριβώς να καταγραφεί ως αυθεντικό συναίσθημα.

Η ντροπή όμως ΕΙΝΑΙ συναίσθημα. Και μέχρι τώρα έχει διαδραματίσει προεξάρχοντα ρόλο ακόμη και στις πολιτικές διεργασίες και εξελίξεις στη χώρα μας. 

Θα θυμάστε ότι μέχρι πριν από μερικά χρόνια, εθεωρείτο ντροπή στην Ελλάδα να δηλώνει κάποιος ότι είναι δεξιός. Προσωπικά θυμάμαι πόσο μου είχε κάνει εντύπωση μια συζήτηση που είχα με έναν Γάλλο, όταν βρισκόμουν (πριν από σαράντα περίπου χρόνια) στο Παρίσι και μου είχε δηλώσει ευθαρσώς ότι «δεν είναι υπέρμαχος μιας κοινωνίας υπερβολικά προσκολλημένης στην ισότητα («trop égalitaire») και ότι ανήκει στη δεξιά».

Βλέπετε, είχαμε μόλις απαλλαγεί από τη δικτατορία, ενώ ούτε ο ίδιος ο Καραμανλής όταν είχε ιδρύσει τη Νέα Δημοκρατία την είχε θεωρήσει «δεξιό κόμμα». «Από την μετριοπαθή και δημοκρατική δεξιά μέχρι τις παρυφές της αριστεράς», έλεγε το «προσκλητήριό» του, ενώ στην επίσημη Ιδρυτική του Διακήρυξη υπήρχε η φράση «πέρα και πάνω από τις παραπλανητικές ετικέτες της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς»

Η πραγματικότητα εκείνη που αναφέρεται στις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης είχε προφανώς τις ρίζες της σε όσα είχε διαπράξει η τότε δεξιά, ΩΣ «Δεξιά» (που κυβερνούσε επί δεκαετίες με τη μία ή την άλλη μορφή).

Αντίθετα οι έκτοτε «αριστεροί» (κατά δήλωσιν τουλάχιστον) έφεραν με υπερηφάνεια τον «τίτλο», μιας και εκπροσωπούσαν τους αδικημένους και κατατρεγμένους (και μέχρις ενός σημείου πράγματι ήσαν), καθώς και ένα όραμα για μια δικαιότερη κοινωνία με περισσότερη δημοκρατία και χωρίς αποκλεισμούς. Έτσι, η αριστερά απέκτησε και μια «πνευματική ηγεμονία» στο χώρο των διανοουμένων και πανεπιστημιακών με πλήθος αντίστοιχων εντύπων και άρθρων γραμμένων από αριστερούς.

Μετά την τραυματική – και συνεχιζόμενη - εμπειρία της συριζαϊκής εκδοχής της «αριστεράς», όλο και λιγότερους βλέπουμε και ακούμε να δηλώνουν «υπερήφανοι αριστεροί». Δεν θα αργήσει ο καιρός που ο – σχεδόν απολιτικός πλέον – ΣΥΡΙΖΑ θα έχει καταστήσει την ιδιότητα του «αριστερού» ένα ...σύντομο ανέκδοτο.

Σ’ αυτό φυσικά συνέβαλαν και συμβάλλουν, τόσο οι ανεκδιήγητες και αντιφατικές πολιτικές, που έχουν ...διαπράξει οι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί ΣΑΝ «Αριστερά», όσο και οι μεγάλες (και αταίριαστες με την ιδιότητα του αριστερού) περιουσίες, που πολλοί από αυτούς διαθέτουν.

Παράλληλα, ξεκινούν σιγά-σιγά οι δεξιοί πολιτικοί να δηλώνουν – προς τιμήν τους φυσικά – ότι είναι πράγματι δεξιοί.
Ντροπή ΔΕΝ είναι να δηλώνει κανείς αυτό που είναι.
Ντροπή ΕΙΝΑΙ να αποκρύπτει κάποιος αυτό που είναι (π.χ. Χρυσή Αυγή...), ή να μας παρουσιάζεται σαν κάτι που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ (γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο καρικατούρα αριστεράς θα μπορούσε να θεωρηθεί). Και ακόμα μεγαλύτερη ντροπή είναι να εφαρμόζεται μια πολιτική που πλήττει κυρίως τους πλέον αδύνατους, δηλαδή αυτούς που υποτίθεται ότι θέλει να προστατεύσει η αριστερά και αυτό να αυτοαποκαλείται ανερυθρίαστα «αριστερή πολιτική».

Και αυτή η ντροπή μπορεί στο τέλος να μας σώσει.
Είναι μια από τις λίγες Ελπίδες που μας έχουν απομείνει και ...Έρχεται (!!!)

«Δε βαριέσαι» εναντίον «Δεν ντρέπεσαι;»

Όταν λοιπόν φτάσει κάποιος να ντρέπεται να δηλώνει ότι είναι αριστερός, θα έχουμε μπει «σε καλό δρόμο».

Ο οποίος θα οδηγήσει τελικά σε «ξέφωτο» όταν ΚΑΙ οι πολίτες που είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ σαν «αριστερά» χωρίς να θεωρούν τον εαυτό τους αριστερό, θα έχουν μετανιώσει φρικτά και θα ντρέπονται για την επιλογή τους.

Το «δε βαριέσαι» παύει να λειτουργεί ως …κατευθυντήριος των αποφάσεών μας γραμμή, όταν οι οικονομική συγκυρία γίνει πολύ δύσκολη και η στοιχειωδώς αξιοπρεπής μας επιβίωση προβληματική. Όταν δεν έχεις χρήματα για κάλυψη των ελαχίστων αναγκών, αρχίζεις και ντρέπεσαι για το κατάντημά σου. Και η ντροπή αυτή γίνεται εντονότερη όταν γνωρίζεις ότι σ’ αυτό έχεις συμβάλει με την ψήφο σου.

Πέραν αυτού, ο «συναισθηματικός» Έλληνας έχει ιδιαίτερη ευαισθησία στην ιδιότητα του «κορόιδου». Όσο αυτή λειτούργησε προς την πλευρά του «δε βαριέσαι, γιατί αυτοί και όχι εγώ», στις περιόδους που το πελατειακό κράτος «άνθιζε» και μοίραζε ευημερία στους συμμετόχους του, τόσο λειτουργεί προς τη μεριά του «ντρέπομαι γιατί μ’ έπιασαν κότσο».  Αρκεί αυτό να μη γυρίσει στο «θα τους δείξω εγώ» και προς το ναζιστικό μόρφωμα, που μας απειλεί τα τελευταία χρόνια.

Είναι πολύ πιθανό ότι, αν η Χρυσή Αυγή δεν βγει εκτός νόμου ως εγκληματική οργάνωση, θα έχει αύξηση της εκλογικής της πελατείας μετά την αναμενόμενη έως αναπότρεπτη κατάρρευση του καθεστώτος – ή της «κατάστασης» για να μην υπερβάλλουμε - ΣΥΡΙΖΑ. Για την αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχομένου, η ντροπή αποτελεί ένα ακόμη τελευταίο ανάχωμα προς το παρόν τουλάχιστον.   

Επίλογος

Τα παραπάνω δεν αρκούν για να βγούμε οριστικά από την παρακμή και τον κοινωνικό μας κατήφορο.

Πρέπει σύντομα οι πλειοψηφία – αυτή τη φορά – των Ελλήνων να αρχίσουν να ντρέπονται όταν διαπιστώνουν ότι ΔΕΝ έχουν Κοινωνική Συνείδηση.   

Καθόσον είναι προφανές ότι μια κοινωνία που δεν διαθέτει την θεμελιώδη αυτή συνδετική και συνεκτική ιδιότητα, δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα προχωρήσει πολύ μακριά.

 

Υ.Γ. Η χρήση των επιρρημάτων «ως» (που εκφράζει πραγματική ιδιότητα) και «σαν» (που εκφράζει παρομοίωση) έγινε με προσοχή στο κείμενο.

 (Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Marketnews.gr)

Αρθρογράφος
Διονύσιος Βενιεράτος
Author: Διονύσιος Βενιεράτος
Ομότιμος Καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Εθνικής Επιτροπής του πολιτικού κόμματος ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΞΑΝΑ και περιφερειακός σύμβουλος Αττικής
Διαβάστε επίσης

Θέλεις να κρατήσεις επαφή;

Το email θα χρησιμοποιηθεί μόνο για να λαμβάνεις ενημερώσεις.
Υποχρεωτικό πεδίο
Πρέπει να το τσεκάρετε

Θέλεις να βοηθήσεις κι εσύ;

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΞΑΝΑ δεν παίρνει κρατική επιχορήγηση. Για τη λειτουργία της, στηρίζεται αποκλειστικά σε εισφορές μελών, σε δωρεές φίλων και φυσικά σε πολλές ώρες εθελοντικής εργασίας. Βοήθησε το μοναδικό κόμμα που αντιτίθεται στον κρατισμό κάθε απόχρωσης.

Οικονομική ενίσχυση