Το να παραβιάζει κάποιος ένα νόμο και στη συνέχεια να ελαφρύνουν την ποινή στον παραβάτη με ένα νέο νόμο, δεν είναι ό,τι καλύτερο για τη σοβαρότητα του (υποτιθεμένου ως) «κράτους δικαίου» και για την εμπέδωση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» των πολιτών του.
Οι τελευταίοι όμως που θα μπορούσαν να διαμαρτύρονται για μια τέτοια εξέλιξη είναι οι συριζαίοι και ο αμετροεπής αρχηγός τους Αλέξης Τσίπρας, που είχαν αναδειχτεί πρωταθλητές της «αναδρομικής επιείκειας» με τους αλήστου μνήμης υπουργούς δικαιοσύνης Παρασκευόπουλο και Καλογήρου.

Ωστόσο, πέρα από αυτές τις διαπιστώσεις καλό θα ήταν να μπούμε και στην ουσία του προβλήματος, το οποίο έχει δύο σκέλη:
1) Μήπως η τιμωρία είναι υπερβολική, ως προς το συντελεσθέν αδίκημα;
2) Μήπως η τιμωρία στρέφεται και εναντίον μη υπευθύνων για το αδίκημα;

 

Για να ξεκινήσουμε από τα βασικά:

Εδώ μιλάμε για αθλητισμό, οπότε οι κύριοι πρωταγωνιστές είναι οι ίδιοι οι αθλητές. Αθλητισμός δεν υφίσταται χωρίς αυτούς.
Αν το άθλημα είναι θεαματικό και δημοφιλές, αρχίζουν να εμπλέκονται και οι θεατές. Το αν είναι απλώς αγνοί φίλοι του αθλήματος - φίλαθλοι ή αν έχουν εκτραπεί σε φανατικούς οπαδούς (κατά ένα ποσοστό φυσικά) είναι άλλο ζήτημα, που δεν έχει σχέση με το συζητούμενο.
Από τη στιγμή που το άθλημα είναι πολύ δημοφιλές με πολλούς θεατές (ή και τηλεθεατές), αρχίζει να αποκτά πλέον οικονομική διάσταση και επιχειρηματικό ενδιαφέρον από «παράγοντες» και επενδυτές πάσης φύσεως, είτε αυτοί είναι φίλαθλοι οι ίδιοι, είτε όχι.

Χωρίς όμως τους απλούς φιλάθλους και τους ίδιους τους αθλητές, κάθε «επένδυση» ή επιχείρηση ή Ποδοσφαιρική Ανώνυμος Εταιρεία δεν έχει λόγο υπάρξεως.

Από τα παραπάνω εξάγεται αμέσως ότι υπάρχει μια σαφής διαφοροποίηση της σημασίας και της σπουδαιότητας που έχει κάθε επιμέρους συντελεστής ενός δημοφιλούς – εμπορικού αθλήματος, όπως είναι το ποδόσφαιρο και αυτή είναι κατά φθίνουσα σειρά:


Αθλητές-παίκτες  >>  φίλαθλοι  >>  παράγοντες–μεγαλομέτοχοι


Μια τιμωρία λοιπόν της ομάδας θα θίξει κατά κύριο λόγο τους παίκτες (πολύ μάλιστα περισσότερο αν αυτοί είναι επαγγελματίες), στη συνέχεια τους φιλάθλους (που θα στεναχωρηθούν μεν, αλλά θα παραμείνουν πιστοί στην ομάδα, όπου και αν βρίσκεται αυτή) και τελευταίους τους παράγοντες – μεγαλομετόχους.
Για κάθε παρανομία ή παρεκτροπή από τη σωστή συμπεριφορά και το «αθλητικό πνεύμα», το δίκαιο και λογικό θα ήταν να τιμωρούνται οι ένοχοι, όποιοι και αν είναι αυτοί (είτε παίκτες, είτε οπαδοί, είτε παράγοντες) και όχι οι αμέτοχοι και ανυποψίαστοι.

 

Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες και «σύγκουση συμφερόντων»

 Η έννοια της σύγκρουσης συμφερόντων έχει πλέον κυριαρχήσει σε πάρα πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής:

- Από τον δημόσιο υπάλληλο που πρέπει πάντοτε να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον σα να είναι και δικό του (και όχι κάποιο προσωπικό συμφέρον, που μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με το δημόσιο… ο νοών νοείτω). Για να «εξασφαλισθεί» η απουσία συγκρούσεως συμφερόντων, ο Δ.Υ. ορκίζεται ή δίνει το λόγο της τιμής του ότι θα πράξει το καθήκον του…

- … Έως και τον επιστήμονα που δημοσιεύει μια έρευνα (π.χ. ιατρική), ο οποίος οφείλει στο τέλος της κάθε δημοσίευσης να δηλώνει ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στην επιστημονική αλήθεια (η υπηρέτηση της οποίας πρέπει να αποτελεί το δικό του αποκλειστικό συμφέρον) και τα συμφέροντα (π.χ.) κάποιων φαρμακευτικών εταιρειών, που μπορεί (ενδεχομένως…) να ευνοούνται από τα συμπεράσματα της έρευνας.

- Όταν δύο ποδοσφαιρικές ομάδες συγκρούονται στο γήπεδο, το «συμφέρον» της κάθε ομάδας είναι φυσικά να κερδίσει και η επιθυμία των αντιστοίχων ΠΑΕ πρέπει να ταυτίζεται με αυτή της κάθε ομάδας. Είναι αδιανόητο για την ηγεσία μιας ΠΑΕ να επιθυμεί να… χάσει ο ομάδα του για οποιονδήποτε λόγο.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις που διαπιστώνεται σύγκρουση συμφερόντων, είναι πιθανό να επικρατεί τελικά το ισχυρότερο συμφέρον και όχι το σωστό και το δίκαιο.

Ενώ λοιπόν στις περιπτώσεις του δημοσίου υπαλλήλου ή του επιστήμονα η κοινωνία λίγο – πολύ βασίζεται στην «καλή πίστη» τους, στην περίπτωση των ΠΑΕ υπάρχει πολύ απλή λύση για να αποφευχθεί «σύγκρουση συμφερόντων» και αυτή είναι η εξής:

Πλήρης και αυστηρή απαγόρευση ιδιοκτησίας ή ακόμη και συνιδιοκτησίας δύο ή περισσοτέρων ΠΑΕ από το ίδιο άτομο, όταν οι αντίστοιχες ομάδες αγωνίζονται στην ίδια κατηγορία ή ακόμη και στην ίδια διοργάνωση.

Αυτό έχει θεσπισθεί από τις διεθνείς ομοσπονδίες όπως η ευρωπαϊκή UEFA και η παγκόσμια FIFA και οι χώρες που μετέχουν σ’ αυτές θα πρέπει να έχουν ενσωματώσει την απαγόρευση αυτή στο νομικό τους πλαίσιο ορίζοντας αυστηρές ποινές για τους παραβάτες του κανονισμού αυτού.   

 

Η περίπτωση των ΠΑΕ του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης

Εδώ και αρκετό καιρό είχαν ακουσθεί φήμες περί συμμετοχής στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της «ΠΑΕ Ξάνθη ΑΟ» παραγόντων του ΠΑΟΚ ή μελών της οικογενείας του προέδρου του ΠΑΟΚ.

Τις φήμες αυτές, ως γνωστόν, «απεκήρυσσαν μετά βδελυγμίας» όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.

Δυστυχώς, οι φήμες έλαβαν επίσημη μορφή με την απόφαση - εισήγηση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού (ΕΕΑ)


Στην προκειμένη περίπτωση της τιμωρίας (ή εισήγησης για τιμωρία και παραπομπή) του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης για τις (σύμφωνα πάντα με την εισήγηση της ΕΕΑ) κραυγαλέες παραβιάσεις των κειμένων διατάξεων περί ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ΠΑΕ, είναι προφανές ότι το αδίκημα (καταγγέλλεται ότι) διέπραξαν οι μεγαλομέτοχοι – ιδιοκτήτες των ΠΑΕ, με τους παίκτες και τους οπαδούς να είναι εντελώς αμέτοχοι και αθώοι.
Η ποινή όμως που επιφύλασσε ο έως τώρα νόμος - κανονισμός, δηλαδή ο υποβιβασμός της ομάδας, (εάν και εφόσον οι κατηγορίες αποδειχθούν αληθινές στους δευτεροβάθμιους φορείς και τα αρμόδια δικαστήρια) θα έπληττε κυρίως τους παίκτες και τους φιλάθλους, όπως αναλύθηκε παραπάνω.

 

«Το πνεύμα (;) του νόμου»

Είναι γενικά αδιανόητο για τη νομική επιστήμη και την έννοια της δικαιοσύνης γενικότερα να επιβάλλονται ποινές σε άσχετους με τη διάπραξη αδικήματος, που δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν καν «ηθικοί αυτουργοί» αυτού.

Το να τιμωρείται μια αθλητική ομάδα έτσι ώστε η τιμωρία να πλήττει κυρίως τους αθλητές και τους φιλάθλους και εμμέσως τους αυτουργούς ιδιοκτήτες της, θυμίζει την τακτική κάποιων απαγωγέων κακοποιών, που κρατούν ομήρους και εκβιάζουν λέγοντας: «μην κάνεις καμιά ανοησία, γιατί δεν θα ξαναδείς τη γυναίκα σου ή το παιδί σου».     
Το μόνο που μπορεί να υποθέσει κανείς για το πνεύμα του «νομοθέτη» της εξωφρενικής αυτής διάταξης είναι ότι μάλλον αυτός δεν υπήρξε ποτέ αθλητής ο ίδιος, ενδεχομένως ούτε καν φίλαθλος.
Μόνο ένας τόσο άσχετος με το αντικείμενο ή εντελώς επιπόλαιος θα μπορούσε να εισαγάγει τόσο εξοντωτικές ποινές και μάλιστα σε μη υπαιτίους.

 

Ποια ποινή θεωρείται εύλογη και δίκαιη;

Στην περίπτωση λοιπόν κατά την οποία το αδίκημα διαπράττει ο μεγαλομέτοχος (-χοι) – ιδιοκτήτης (-τες) της (των) ΠΑΕ, η μόνη λογική τιμωρία θα ήταν ένα «τσουχτερό» πρόστιμο σ’ αυτούς. Το πρόστιμο αυτό θα πρέπει να είναι γνωστό εκ των προτέρων ως ελάχιστο ποσό, το οποίο όμως θα προσαυξάνεται ανάλογα με τον ετήσιο προϋπολογισμό της ομάδας (budget) και επιπλέον θα γίνεται τόσο υψηλότερο όσο μεγαλύτερα θα ήταν τα προσδοκώμενα χρηματικά κέρδη ή άλλα ανταλλάγματα θα προσπορίζονταν οι παρανομήσαντες αυτουργοί από το ίδιο το αδίκημα. Και όλα αυτά σύμφωνα με έναν αλγόριθμο γνωστό εκ των προτέρων.
Ακόμα και η αφαίρεση βαθμών είναι συζητήσιμη σε μια τέτοια περίπτωση. Ο υποβιβασμός της ομάδας πάντως είναι εκτός κάθε λογικής για παρόμοιες παραβάσεις.

 

Η αμήχανη και αμφιλεγόμενη στάση της κυβέρνησης


Σύμφωνα με τα παραπάνω, ορθώς ο υφυπουργός Λευτέρης Αυγενάκης, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ γενικότερα άλλαξαν με νόμο την άδικη διάταξη που πλήττει τους μη αδικοπραγήσαντες παίκτες και φιλάθλους.
Το πρόβλημα όμως είναι αλλού:
Ένα κόμμα εξουσίας όπως η ΝΔ, το οποίο μάλιστα ζητούσε εκλογές εδώ και χρόνια, θα έπρεπε να γνωρίζει καλύτερα (και εγκαίρως) όλες τις στραβές διατάξεις και να έχει αποφασίσει ποιες θα καταργήσει και με ποιες άλλες θα τις αντικαταστήσει.


Ίσως τώρα μου πείτε:
- Μα εδώ φάνηκαν απροετοίμαστοι για μείζονα προβλήματα όπως το λαθρομεταναστευτικό και τα ελληνοτουρκικά, το ποδόσφαιρο σε μάρανε;
- Και θα έχετε φυσικά δίκιο!
Αναρωτιέται όμως ευλόγως κανείς σε ποια επιτέλους ζητήματα είναι επαρκώς προετοιμασμένη η νέα κυβέρνηση και εδώ φοβάμαι ότι η απάντηση δεν θα είναι πολύ ενθαρρυντική.


Πέραν αυτού όμως η επιλογή της κατάργησης της επίμαχης διάταξης ώστε να μην υπάρξει «κοινωνική αναταραχή» λόγω του υποβιβασμού του ΠΑΟΚ, δεν αντέχει καθόλου σε σοβαρή κριτική, για να μην πούμε ότι είναι εντελώς για γέλια (ή για κλάματα… αναλόγως του πώς το βλέπει κανείς).
Αν το σκάνδαλο συνιδιοκτησίας αφορούσε δύο άλλες ομάδες, όπως π.χ. το Βόλο και τον Παναιτωλικό, όπου επίσης θα ξεσπούσε κοινωνική αναταραχή αλλά μάλλον μικρότερη, θα προχωρούσε η κυβέρνηση στην ίδια νομοθετική πρωτοβουλία ή όχι;
Από ποιο μέγεθος κοινωνικής αναταραχής και πάνω πρέπει να αλλάζουν οι παραβιασθείσες διατάξεις και οι ποινές που επισύρουν;
Το ζήτημα εδώ δεν είναι το μέγεθος της όποιας κοινωνικής αναταραχής, αλλά το εάν αυτή είναι δικαιολογημένη. Δηλαδή το περίφημο «κοινό περί δικαίου αίσθημα», το οποίο στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδέχεται να τιμωρούνται τόσο σκληρά οι μη υπαίτιοι.

 

Συμπεράσματα και κριτική

  •  Ορθώς κατά τη γνώμη μου άλλαξε μια άδικη διάταξη, έστω και καθυστερημένα.
    Λανθασμένη ωστόσο η στάση της κυβέρνησης γενικώς.
    Όπως η (υπερβολική και μη ρεαλιστική) αρχή ότι «άγνοια νόμου δεν συγχωρείται», ισχύει (κατά μείζονα λόγο και εντελώς εύλογα) μια άλλη αρχή:
    «Όταν θέλεις να κυβερνήσεις μια χώρα, πρέπει να γνωρίζεις ακριβώς και από πριν ποια στραβά πρέπει να αλλάξεις και πώς».
    Ειδικά, στην περίπτωση που συζητάμε, οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» γνώριζαν πολύ καλά τις περίεργες ιδιοκτησιακές διασυνδέσεις των δύο ομάδων.
    Ας ομολογήσει τουλάχιστον η κυβέρνηση την ανεπάρκειά της και ας βρει τρόπους να την διορθώσει. Διότι για κάθε πρόβλημα και κάθε δυσλειτουργία, ασφαλώς υπάρχουν κάποιοι ικανοί άνθρωποι που το γνωρίζουν καλά και μπορούν να προτείνουν λύσεις. Και αυτοί δεν βρίσκονται κατ'ανάγκην μέσα στα κομματικά θερμοκήπια.
  • Για τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ μιλήσαμε στην αρχή και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Απλώς να θυμίσουμε ότι «στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σχοινί».
  • Τα λοιπά κόμματα επέλεξαν τη «σολομώντεια λύση» της αποχής από τη συζήτηση και ψήφιση. Προφανώς για να μη δυσαρεστήσουν καμία κατηγορία οπαδών μιας που ‘κάθε ψήφος μετράει’.
  • Τέλος, ο Αντώνης Σαμαράς επικαλέστηκε «προσωπικούς λόγους» για να απόσχει και αυτός. Σ’ αυτό θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς πως όταν εκλέγεσαι βουλευτής, το κάνεις για να ασκήσεις πολιτική, ήτοι για να έχεις θέση και άποψη για όλα τα ζητήματα που φθάνουν στη βουλή.
    Η επίκληση προσωπικών λόγων έχει θέση μόνο στον ιδιωτικό βίο και καθόλου στο δημόσιο. Γίνεται συγγνωστή μόνο όταν συνοδεύει μια … παραίτηση από το δημόσιο βίο!

Εκτός φυσικά αν κάποιος έχει αποφασίσει να μπει και να παραμείνει στην πολιτική για καθαρά προσωπικούς λόγους.
Δικαίωμά του φυσικά, αλλά και οι πολίτες που υποτίθεται ότι εκπροσωπούνται από αυτόν, έχουν δικαίωμα να το γνωρίζουν.
«Για προσωπικούς λόγους» και εκείνοι...

 

Τελικό συμπέρασμα

Δυστυχώς η υπόθεση δεν έχει κλείσει και αναμένονται πολλές ακόμα «διαβουλεύσεις» και … συγκινήσεις (!) κάθε μορφής.

Νομίζω όμως ότι όλα πρέπει να διεξαχούν σε πνεύμα συνεννόησης και λογικής και όχι μετωπικής σύγκρουσης και αντιπαράθεσης «μέχρις εσχάτων» που είναι πλήρως αντίθετες και ασύμβατες με το αθλητικό πνεύμα.

Γι’αυτό, θα πρότεινα στους κάθε λογής αρμοδίους, «αρμοδίους» και κατά σύστημα «τιμητές των πάντων» :

- Τιμωρείστε παραδειγματικά όσους αποδειχθεί ότι παρανόμησαν, αλλά μόνο αυτούς.

- Και αυτό όχι για λόγους εκδίκησης, αλλά για να μην επαναλαμβάνονται παρόμοια φαινόμενα, που νοθεύουν το άθλημα.

- Κατά τα λοιπά και εφόσον αγαπάτε το ποδόσφαιρο, αφήστε το να διεξάγεται στους αγωνιστικούς χώρους και μόνο.

- Αφήστε τους αθλητές και τους φιλάθλους να αναπτύξουν επιτέλους το αθλητικό πνεύμα, που δεν είναι άλλο από την προσπάθεια κατά τη διάρκεια του αγώνα, μετά το πέρας του οποίου ο μεν νικητής δίκαια πανηγυρίζει, ο δε ηττημένος επίσης δίκαια και με αξιοπρέπεια συγχαίρει το νικητή.  Και κανείς τους δεν επιχαίρει για τον υποβιβασμό και καταποντισμό του αντιπάλου.

- Γιατί αθλητισμός χωρίς αντιπάλους… δεν γίνεται!

 

… … …

Υ.Γ.  Κάποιοι, κάπου, κάποτε είχαν μιλήσει για «ευγενή άμιλλα».

Καλό θα ήταν να τους θυμόμαστε πού και πού… 

PAOK KSANTHI

(Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά από το Biznews.gr)   

Αρθρογράφος
Διονύσιος Βενιεράτος
Author: Διονύσιος Βενιεράτος
Ομότιμος Καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Εθνικής Επιτροπής του πολιτικού κόμματος ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΞΑΝΑ και περιφερειακός σύμβουλος Αττικής
Διαβάστε επίσης