pic002

Να το ξεκαθαρίσουμε. Δε μιλάμε για ελαστικές συμβάσεις εργασίας. Μιλάμε για διαφοροποιημένες συμβάσεις. Ο όρος ’ελαστικές’ έχει επιλεχθεί ώστε να καταπολεμηθεί η διαφορετικότητα και να εδραιωθεί η υποχρεωτική εξίσωση των εργαζομένων. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι όμως έχουν διαφορετικές απαιτήσεις για τα εργασιακά θέματα που τους αφορούν, ακόμα και σε ατομικό επίπεδο.

Τελικά, υπάρχουν τεράστια χάσματα και αδικίες ανάμεσα στους ίδιους τους εργαζόμενους που αν και δουλεύουν στον ίδιο χώρο και πληρώνονται το ίδιο δεν απολαμβάνουν το ίδιο εργασιακό καθεστώς, καταργώντας έτσι κάθε έννοια ισότητας στο βωμό της υποχρεωτικής εξίσωσης. Επίσης δεν μιλάμε για εργαζόμενους σε διαφορετικούς τομείς, όχι, μιλάμε για εργαζόμενους με ίδιο αντικείμενο εργασίας και κοινά καθήκοντα, στα χαρτιά τουλάχιστον. Αυτές οι αδικίες συμβαίνουν και σε ιδιωτικό και σε δημόσιο τομέα, με τον ιδιωτικό τομέα να υστερεί έναντι του δημοσίου αλλά με μεγαλύτερη δικαιοσύνη και ισότητα στους κύκλους του σε αντίθεση με το δημόσιο τομέα που, αν και υπερτερεί σε κάποια πράγματα, εμπεριέχει τεράστιες αδικίες και ανισότητες για τους εργαζομένους του.

Έχουμε ένα τμήμα με δεκαπέντε εργαζόμενους. Το τμήμα πρέπει να δουλεύει επτά μέρες την εβδομάδα, εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα. Γιατί; Ας πούμε ότι είναι νοσοκομειακό τμήμα. Απλά.

Άρα, λογικά, έχουμε βάρδιες. Πρωινή, απογευματινή και νυχτερινή. Πρέπει λοιπόν, υπολογίζοντας ρεπό, άδειες, αργίες κλπ να τοποθετήσουμε το προσωπικό στις βάρδιες. Δεκαπέντε εργαζόμενοι είναι αρκετοί για το τμήμα ώστε να καλύπτονται οι βάρδιες με μέσο όρο τρία και κάτι άτομα ανά βάρδια. Θα πει κάποιος είναι λίγοι, γιατί να μην είναι 25; Κανένα πρόβλημα, να τους κάνουμε 45, να τους κάνουμε και 50 στρογγυλά, γιατί δεν είναι εκεί το θέμα.

Θεωρητικά, ο κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να εκτελεί οποιαδήποτε βάρδια, πρωινή, απογευματινή και νυχτερινή. Για κάθε μια βάρδια που ένας εργαζόμενος δεν εκτελεί, παράδειγμα νυχτερινή, αυτή θα επωμιστεί αναλογικά στους υπόλοιπους που θα παραχωρήσουν μια δική τους βάρδια, έστω και κατά προτίμηση πρωινή. Στη πράξη όμως ο κάθε εργαζόμενος δεν είναι εφικτό να εργάζεται σε όλες τις βάρδιες. Τότε η θα πρέπει να βρει μια άλλη δουλειά, η θα πρέπει κάτι να γίνει στην υπάρχουσα.

Αυτό είναι ένα θέμα γενικό. Πάντα υπάρχουν ιδιαιτερότητες, και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. Ιδιαιτερότητες στις βάρδιες. Ιδιαιτερότητες στις ημέρες τις εβδομάδας και τις αργίες. Ιδιαιτερότητες στα καθήκοντα. Ιδιαιτερότητες στην προϋπηρεσία. Ιδιαιτερότητες στο μορφωτικό επίπεδο. Ιδιαιτερότητες στην εργασιακή απόδοση. Ιδιαιτερότητες στα έκτακτα. Πως αντιμετωπίζονται όμως; Εδώ είναι το μεγάλο ερώτημα.

Αν γνωρίζετε και συνομιλείτε με οποιονδήποτε δημόσιο υπάλληλο που εργάζεται με βάρδιες θα ακούσετε τις ακόλουθες, ήπιες, εκφράσεις: Πάλι έχω τρία νυχτέρια γιατί Χ.Χ και Δ.Δ. είναι μόνιμα πρωινοί. Ο Φ.Φ. είναι ’κολλητός’ με το προϊστάμενο και πήρε πάλι σαββατοκύριακο ρεπό ενώ εγώ είμαι ’μέσα’. Το πρόγραμμα ’δε βγαίνει’ γιατί έχουν δηλώσει 4 άτομα αναρρωτική, θα πάρω ένα ρεπό αυτή τη βδομάδα, το άλλο χρωστούμενο. Η Κ.Κ. είναι ΑΕΙ και δεν έχει απορροφηθεί εκεί που πρέπει, και κάνει μόνο πρωινά Δευτέρα με Παρασκευή. Είμαι ΤΕΙ και παίρνω μόνο 20 ευρώ παραπάνω από ΔΕ (διετούς εκπαίδευσης). Έχουμε μαζέψει όλα τα ΑΜΕΑ (απολύτως μεταφορικά, με κάθε σεβασμό προς τους πραγματικούς ΑΜΕΑ και χάρη αυτούσιας μεταφοράς μόνο) στο τμήμα, μόνο οι μισοί κάνουμε κυκλικό, άσε, πρωινή βάρδια κάνω μόνο όταν είμαι πρωί και νύχτα μαζί. Άσε ρε, ο Ν.Ν. πήρε μετάθεση στο παράρτημα, βύσμα μεγάλο σου λέω, σιγά μη καθότανε εδώ στο… Είμαι πάλι βάρδια με τον Σ.Σ., το ’φελλό’, πάλι μόνος μου θα κάνω τη δουλειά. Αυτές είναι μερικές μόνο από τις εκφράσεις που εσείς μπορείτε να ακούσετε από οποιονδήποτε δημόσιο υπάλληλο δουλεύει σε κάποιο δημόσιο τμήμα που είναι ανοικτό συνεχώς όπως νοσοκομεία, αστυνομία, πυροσβεστική, στρατός και άλλα. Επιμένω στη δημόσιο γιατί εκεί η αδικία είναι μεγαλύτερη για τους ίδιους τους εργαζόμενους και λόγω δυσκινησίας, δε μπορεί να αλλάξει εύκολα.

Η υποχρεωτική εξίσωση σε όλα είναι απλή και άδικη. Ίδιος μισθός σε όλους. Ασχέτως βάρδιας, σταθερών ή μεταβλητών ρεπό, προϋπηρεσίας, μόρφωσης, καθηκόντων, απόδοσης. Δεν συμβαίνει βέβαια αυτό, αλλά οι διαφορές είναι μικρές, και στις περισσότερες ιδιαιτερότητες ο ευσυνείδητος εργαζόμενος καλείται να καλύψει τις όποιες αδικίες εθελοντικά βάζοντας πλάτη.

Δεν υπάρχει ούτε ένα θέμα το οποίο να εμπεριέχει δικαιοσύνη. Ούτε ακόμα και το θέμα της προϋπηρεσίας. Ο δημόσιος υπάλληλος που έχει προϋπηρεσία στο ίδιο το δημόσιο αναγνωρίζεται, αυτός που έχει δουλέψει στον ιδιωτικό τομέα όμως δεν αναγνωρίζεται. Δεν υπάρχει ίχνος δικαιοσύνης και ισότητας σε αυτό. Θα προσθέσω εδώ ότι η πρώτη κατηγορία είναι, συνήθως, εκτός ΑΣΕΠ, ενώ η δεύτερη με ΑΣΕΠ. Έτσι, γιατί τίποτα δεν είναι τυχαίο. Μπορώ να αναφερθώ σε δεκάδες ακόμα παραδείγματα κατάφορης αδικίας και ανισότητας που πλήττει τους δημοσίους υπαλλήλους. Και το τονίζω ξανά, αναφέρομαι στους δημόσιους μόνο διότι είναι εγκλωβισμένοι σε ένα κάποιο καθεστώς. Δεν αγνοώ καθόλου τι συμβαίνει στον ιδιωτικό τομέα. Όπως προς έκπληξη πολλών θα εξηγήσω παρακάτω, τα δύο συν του δημοσίου υπαλλήλου, η μονιμότητα και η αξιοπιστία πληρωμής δεν είναι ακριβώς προνόμια του δημοσίου τομέα όπως λάθος πιστεύεται από πολλούς. Η μεν μονιμότητα είναι απλά μια σύμβαση η οποία μπορεί να εφαρμοστεί και στον ιδιωτικό τομέα, με το ανάλογο κόστος, ενώ η αξιοπιστία πληρωμής είναι ένα θέμα που προκύπτει σε οικονομικές κρίσεις μόνο και σίγουρα χρήζει προσοχής.

Το ζητούμενο δεν είναι η υποχρεωτική εξίσωση. Η μόνη υποχρεωτική εξίσωση είναι αυτή της τήρησης των συμφωνηθέντων μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, για όλους τους εργαζόμενους. Πέρα από αυτό, οι εργαζόμενοι μεταξύ τους πρέπει να αμείβονται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει ελεύθερο θέμα επιλογής χωρίς να διαταράζεται η ισότητα των εργαζομένων μεταξύ τους.

Βάσει ανάγκης, μια σύμβαση εργασίας περιορισμένου χρόνου πρέπει να πληρώνεται περισσότερο από μια αορίστου χρόνου, που με τη σειρά της πρέπει να πληρώνεται περισσότερο από μια σύμβαση μόνιμου χαρακτήρα. Δεν υπάρχει ακόμα έννοια ’σύμβαση μόνιμης απασχόλησης’ εκτός δημοσίου, αλλά μπορούμε να σκεφτούμε αν είναι δυνατόν να υπάρξει. Στην Ελλάδα πάντως αυτό δουλεύει αντίστροφα. Η μόνιμη σύμβαση αμείβεται περισσότερο από την αορίστου, που αμείβεται περισσότερο από την σύμβαση περιορισμένου χρόνου. Αρκεί να σκεφτούμε ότι με μια διαφορά της τάξης του 30% με 40% μεταξύ της αορίστου και την μόνιμης σύμβασης, ο καθένας επιλέγει ότι θέλει. Επίσης με μια αντίστοιχη διαφορά που μπορεί να φτάσει όμως και το 100% για πολύ μικρές συμβάσεις υπάρχει κίνητρο και ισορροπία μεταξύ των αορίστου και της περιορισμένου χρόνου συμβάσεων. Και αν νομίζετε ότι 40% είναι πολύ μεγάλη διαφορά για να μετατρέψει κάποιος τη σύμβασή του από αορίστου σε μόνιμη, ξανασκεφτείτε το. Υπάρχει παράδειγμα εργαζομένου που έφυγε από τον ιδιωτικό τομέα με 1600 καθαρά για να πάει στο δημόσιο, στην ίδια δουλειά αλλά με… περισσότερη δουλειά, για μόλις 600 καθαρά! Ναι, είναι πραγματικότητα και ναι, οφείλεται στην ανασφάλεια που όλοι βιώνουμε. Είναι όμως δίκαιο; Η διαφορά των χρημάτων είναι τόσο μεγάλη που μπορεί να ταράξει τον οποιονδήποτε. Τελικά, πόσο στοιχίζει μια εργασιακή ασφάλεια;

Εξ’ ορισμού, όταν η περιορισμένη σύμβαση αμείβεται περισσότερο από την αορίστου που με τη σειρά της αμείβεται περισσότερο από την μόνιμη, επιτυγχάνονται δύο πράγματα. Όσο πιο ομαλή και σταθερή είναι η σχέση εργαζόμενου και εργοδότη τόσο μειώνεται το εργασιακό κόστος. Επίσης ο εργαζόμενος έχει την επιλογή να διασφαλίσει ότι, σε περίπτωση απολύσεων, αυτός δεν δύναται να επιλεχθεί. Όσο τηρεί τα εργασιακά του καθήκοντα και η εταιρία – εργοστάσιο – υπηρεσία υφίσταται, δεν έχει θέμα απώλειας εργασίας. ¨Ότι ισχύει και σήμερα στο δημόσιο.

Σε κάθε ιδιωτική εταιρία ακόμα και στην Ελλάδα, υπάρχει ένα ποσοστό περίπου 10% των υπαλλήλων που η εταιρία ’βασίζεται’ επάνω τους. Και δεν μιλάω απαραίτητα για στελέχη. Μιλάω για ανθρώπους ’στυλοβάτες’ που μπορούν να κρατήσουν την οποιαδήποτε εταιρία και μόνοι τους. Όσοι έχουν δουλέψει στον ιδιωτικό τομέα  σε εταιρίες με περισσότερους από 10 εργαζόμενους το γνωρίζουν καλά αυτό. Αυτοί θα ήταν και οι υποψήφιοι σίγουρα για σύμβαση μόνιμης εργασίας, εφόσον το επιθυμούσαν. Γιατί, όπως είπαμε, έρχεται και μια μείωση της τάξης του 30% με 40%. Δηλαδή ο εργαζόμενος διασφαλίζεται και ο εργοδότης μειώνει το κόστος.

Και επειδή μιλάμε για μειώσεις μισθών σε μια εποχή που δεν επιτρέπεται, να το ξεκαθαρίσω. Στο χειρότερο σενάριο, μιλάμε για αυξήσεις. Γιατί ο κατώτατος μισθός παραμένει ως έχει στο σκεπτικό. Άρα, ο κατώτατος μισθός θα ισχύει για μόνιμη σύμβαση. Η αορίστου πάει 30% επάνω το λιγότερο.

Μια σωστή συλλογική σύμβαση εργασίας πρέπει να μπορεί να επιτύχει ακριβώς αυτό. Την ισότητα. Έτσι ώστε να μπορεί να ρυθμιστεί ανάλογα η προσφορά και η ζήτηση εργασίας με σκοπό την μέγιστη δυνατή απασχόληση αλλά και με ισότητα μεταξύ των εργαζομένων, χωρίς οι εργαζόμενοι να είναι αναγκασμένοι να περικόψουν τις όποιες επιλογές μπορούν να έχουν. Ισορροπία μεταξύ συλλογικότητας και ατομικότητας. Το ρόλο αυτό τον έχουν επωμιστεί τα επιδόματα. Με τις γνωστές σε όλους συνέπειες.

Και να το δούμε με νούμερα, σε μια εργασία. Για απλότητα θα αναφερθώ σε καθαρά ποσό. Έστω μισθός 1300, σύμβαση αορίστου, κυκλικό ωράριο, κυλιόμενα ρεπό. Ναι αλλά εγώ δε θέλω αορίστου, θέλω μόνιμη σύμβαση, μόνο πρωινά και σαββατοκύριακα ρεπό. Κανένα πρόβλημα, εφόσον υπάρχει ζήτηση έστω και για πρωινά Δευτέρα-Παρασκευή. Μόνιμη σύμβαση -35%, πρωινό ωράριο -6%, σταθερά ρεπό -5%, σύνολο -46%. Δηλαδή 702 καθαρά. Και να το δούμε στη πράξη.

Αυτός που δουλεύει με σύμβαση αορίστου, άρα μπορεί να απολυθεί ανά πάσα στιγμή με την όποια αποζημίωση, δουλεύει μεταβαλλόμενες βάρδιες πρωί – απόγευμα – νύχτα που μπορεί να απέχουν μεταξύ τους και μόλις 8 ώρες η μία από την άλλη, ενδέχεται να δουλεύει και σαββατοκύριακα και αργίες και τα ρεπό μπορεί να είναι οποιαδήποτε ημέρα και όχι πάντα 2 συνεχόμενα, παίρνει 1300 ευρώ. Αυτός που δουλεύει με μόνιμη σύμβαση και άρα δεν δύναται να απολυθεί και δουλεύει μόνιμα πρωί Δευτέρα – Παρασκευή και σαββατοκύριακα καθώς και αργίες είναι έξω, παίρνει 702 ευρώ.

Μου φαίνεται περισσότερο λογικό από το να παίρνουν και οι δύο 702 ευρώ, αυτό δηλαδή που συμβαίνει σήμερα.

Δε μιλάμε λοιπόν για ελαστικές συμβάσεις εργασίας. Μιλάμε για διαφοροποιημένες συμβάσεις, με σταθερούς συντελεστές διαφοροποίησης ώστε να επιτυγχάνεται  η μέγιστη δυνατή σύγκλιση μεταξύ του εργαζόμενου ατομικά και της ισότητας και δικαιοσύνης για όλους τους εργαζομένους συλλογικά.


Θέλεις να κρατήσεις επαφή;

Το email θα χρησιμοποιηθεί μόνο για να λαμβάνεις ενημερώσεις.
Υποχρεωτικό πεδίο
Πρέπει να το τσεκάρετε

Θέλεις να βοηθήσεις κι εσύ;

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΞΑΝΑ δεν παίρνει κρατική επιχορήγηση. Για τη λειτουργία της, στηρίζεται αποκλειστικά σε εισφορές μελών, σε δωρεές φίλων και φυσικά σε πολλές ώρες εθελοντικής εργασίας. Βοήθησε το μοναδικό κόμμα που αντιτίθεται στον κρατισμό κάθε απόχρωσης.

Οικονομική ενίσχυση