Ένα θεμελιώδες, και ιδιαίτερα απτό, ζήτημα που δεσπόζει στο παγκόσμιο σκηνικό, είναι η κρίση της Δυτικής Δημοκρατίας. Τι εννοούμε όμως με αυτό? Υπό το πρίσμα των τελευταίων εξελίξεων, το ζήτημα είναι το εξής:

Ευτυχώς, τουλάχιστον για οποιονδήποτε οραματίζεται μια ανθρωπότητα ίσων ευκαιριών και με διαφύλαξη των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους, η ανάπτυξη δεν αποτελεί πλέον μονοπώλιο του παραδοσιακού δυτικού κόσμου, αλλά έχει αρχίσει να επεκτείνεται, έστω και με ιδιαίτερες αντιθέσεις και ποικίλα άλλα ζητήματα, σε ένα μεγάλο μέρος της υφηλίου. Δυστυχώς όμως, αυτή η οικονομική ανάπτυξη και ανάπτυξη υποδομών, δεν συνοδεύεται σε πολλές περιπτώσεις από καθεστώτα που σέβονται τις βασικές Αρχές του Διαφωτισμού, της Δημοκρατίας, και της Ελεύθερης Σκέψης. Ακόμα πιο ανησυχητικά, διαφαίνεται ότι οι Δυτικές Δημοκρατίες, και κυρίως η Ευρώπη, έχουν ένα σημαντικό μειονέκτημα σε σχέση με άλλα πιο συγκεντρωτικά και ενδεχομένως αυταρχικά καθεστώτα: Η διατήρηση μακροπρόθεσμων στρατηγικών, και η επιτυχής υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων είναι ιδιαίτερα δύσκολη στις δυτικές δημοκρατίες. Γιατί? Επειδή η εναλλαγή των κυβερνώντων και το υψηλό πολιτικό κόστος μιας βραχυπρόθεσμα κατηγορίσιμης ως αντιλαϊκής αλλά μακροπρόθεσμα ιδιαίτερα ωφέλιμης για όλα τα κοινωνικά στρώματα πολιτικής, κάνουν τις δυτικές δημοκρατίες αργές και δύσκολες στην αναπροσαρμογή και έτσι κινδυνεύουν να χάσουν την αυτοδυναμία τους και να εξαρτηθούν από πολύ λιγότερο δημοκρατικούς κολοσσούς.

Έτσι, όχι μόνο ενδέχεται να μην επεκταθεί ο εκδημοκρατισμός και η διάδοση βασικών ανθρωπιστικών αρχών σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά συγχρόνως διαφαίνεται ο κίνδυνος η Ευρώπη να πάψει να χαίρει του αυξημένου ανθρωπισμού και ελευθερίας της. Και βέβαια, ο κίνδυνος ακραίων καταστάσεων αυξάνει, υπό αυτό το σκεπτικό.

Οπότε, το παραπάνω θεμελιώδες ερώτημα σε σχέση με τους μηχανισμούς που θα επιτρέψουν να διασφαλίσουμε την βιωσιμότητα της Δυτικής Δημοκρατίας, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μιας ευρύτατης συζήτησης. Θα πρέπει όχι μόνο να ξεκινήσουμε από θεμελιώδη ερωτήματα, όπως το ποιά είναι μια τυπολογία των ποικίλων μορφών δυσλειτουργίας της Δημοκρατίας και πως τις μετράμε και αντιμετωπίζουμε, αλλά να δημιουργήσουμε μεθόδους αποδοτικής μέτρησης, εποπτείας και συνεχούς βελτιστοποίησης των βασικών λειτουργιών της Δημοκρατίας, με ένα ορθολογικό – εμπειρικό – τεχνολογικό σύνολο εργαλείων.

Πέρα από το θεμελιώδες αυτό ερώτημα του πώς θα επιτρέψουμε την Δημοκρατία και τις βασικές αρχές του Διαφωτισμού να παραμείνουν ισχυρές και κυρίαρχες στον 21ο αιώνα, τίθενται πολλαπλά άλλα σημαντικά ερωτήματα σε σχέση με την Ελλάδα στον κόσμο, και πιο συγκεκριμένα σε σχέση με την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις, όπως: ποιό είναι το μέλλον της Αραβικής Άνοιξης και πώς σχετίζεται με την Ελλάδα? Ποιές είναι οι περεταίρω προοπτικές μεσογειακής συνεργασίας? Ποιές είναι οι επιπτώσεις και οι ευκαιρίες της τουρκικής ενδυνάμωσης? Πως εξισορροπούμε τις σχέσεις μας με την Ρωσία και την Κίνα, όπως και το υπόλοιπο μπλοκ των BRICS? Κάποιες άλλες ενδιαφέρουσες ευκαιρίες επίσης διαφαίνονται σε σχέση με την Λατινική Αμερική και την Αφρική, λαμβάνοντας υπόψιν την ανάπτυξη τους και τη δυνατότητα εξαγωγής τεχνογνωσίας και έργων.

Επίσης, εξαιρετικά σημαντικό μέρος της Ελλάδας εν τω Κόσμω αποτελεί ο απόδημος Ελληνισμός και οι απανταχού υπαρκτοί και εν δυνάμει Φιλέλληνες. Αυτό το δυναμικότατο τμήμα της Ελλάδας ελάχιστα έχει ακόμα συντονιστεί με τον εγχώριο Ελληνισμό. Αποτελεί, παραταύτα, ένα από τα πιο ζωντανά μέρη του. Παρακάτω προτείνουμε πολλαπλές συγκεκριμένες δράσεις για τους απόδημους και τους Φιλέλληνες.

Τέλος, θεωρώντας την Ελλάδα σαν ένα ενιαίο ζωντανό οργανισμό, με εκατομμύρια κύτταρα του παρελθόντος όπως και ακόμα περισσότερα αγέννητα μελλοντικά, εξαιρετικά σημαντικό ρόλο παίζει η επιλεκτική μεμβράνη μέσα από την οποία ο οργανισμός αυτός ανταλλάσσει, δανείζει και δανείζεται Ανθρώπους και Ιδέες με την ανθρωπότητα. Σε επίπεδο κράτους, το μεταναστευτικό ζήτημα αποτελεί μερική αντανάκλαση αυτής της ιδεώδους μεταφοράς. Πρέπει λοιπόν να ρωτήσουμε: Πως θα θέλαμε να σχεδιάσουμε την μελλοντική μας μεταναστευτική πολιτική – αμφίδρομα? Πόσο μπορούμε να την ελέγξουμε? Και σημαντικότατα, πως αντιμετωπίζουμε το μείζον ζήτημα της υπάρχουσας μετανάστευσης εντός της Ελλάδας, αλλά και την ολοένα και αυξανόμενη εκροή εγκεφάλων προς τα έξω?

Οπότε, κάποιες από τις βασικές Δράσεις που προτείνουμε είναι οι εξής:

1. Εντατική μελέτη του Θεμελιώδους ζητήματος της Δυτικής Δημοκρατίας στον 21ο αιώνα, όχι μόνο με θεωρητικά, αλλά και με εμπειρικό-τεχνολογικά εργαλεία και πειράματα.

2. Δημιουργία μιας πιο μακροχρόνιας και εκτεταμένης εξωτερικής πολιτικής σκέψης και σχεδίασης, με έμφαση στην Εμπορική και Πολιτιστική διάσταση, και επίσης ενεργοποιώντας το δίκτυο των αποδήμων προς αυτή την κατεύθυνση

3. Ενδυνάμωση του συντονισμού και ισχυρή συμμετοχή των αποδήμων στα εγχώρια ζητήματα – μέσω της επιστολικής ψήφου και ηλεκτρονικής ψήφου, μέσα από οργανωμένη περιοδική παρουσία αλλά και αδερφοποίηση και συμμετοχή σε βασικές λειτουργίες. Ο κάθε απόδημος που θέλει και μπορεί πρέπει να έχει πέρα από ένα κομμάτι γης και ένα κήπο για να καλλιεργήσει, ένα χώρο δραστηριοτήτων και μια ομάδα νέων παιδιών στην Ελλάδα για να μεταφέρει την εμπειρία του, να καθοδηγήσει και να ενδυναμώσει!

4. Μεθοδευμένη και επιλεκτική προσέλκυση εν δυνάμει Φιλελλήνων. Ο κάθε πολλά υποσχόμενος νέος του πλανήτη, πρέπει όχι μόνο να έρθει στην Ελλάδα και να αποκομίσει μια καλά προετοιμασμένη αξέχαστη εμπειρία, αλλά πρέπει και να αποκτήσει προσεκτικά ταιριασμένους φίλους από την χώρα και τους απόδημους. Αυτοί όχι μόνο θα συνεργαστούν μαζί του στο μέλλον ή θα δράσουν ως τη γέφυρα του με την Ελλάδα, αλλά θα αποτελούν και τον τρόπο για να έχει μια άμεση προσωπική φιλία με τον Ελληνισμό ο κάθε μελλοντικός ηγέτης της υφηλίου!

5. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να βοηθήσει ενεργά στην φύλαξη των συνόρων μας, και κυρίως πρέπει να συμμετέχει κατά πληθυσμιακή αναλογία στην υποδοχή των παρανόμων μεταναστών που εισέρχονται στο χώρο της μέσω της Ελλάδας. Δεν νοείται η χώρα υποδοχής να έχει όλο το βάρος της υποστήριξης όλων αυτών των ανθρώπων που χρειάζονται την βοήθεια μας – η κάθε χώρα μέλος πρέπει να αναλαμβάνει το μέρος της διαδικασίας χειρισμού των μεταναστών που της αναλογεί.

6. Η εκροή εγκεφάλων θα μπορούσε να μην έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις, αν μπορούσαμε να διατηρήσουμε μια ισχυρή επαφή τους με τη χώρα. Έτσι και αλλιώς, ένας γόνιμος κύκλος παροδικής ανταλλαγής με την υπόλοιπη ανθρωπότητα μπορεί να είναι ιδιαίτερα εποικοδομητικός εκατέρωθεν. Πρέπει με κάθε τρόπο να φροντίσουμε να μετατρέψουμε την εκροή σε κάτι θετικό – δίνοντας κίνητρα για μερικού χρόνου συμμετοχή στα εγχώρια στους νέους ειδικευμένους αποδήμους και επιτρέποντας τους να δρουν ως γέφυρες με τους πιο μακροχρόνια απόδημους. Έτσι, ακόμα και αν η γεωγραφική απόσταση θα υπάρχει, οι εκρέοντες εγκέφαλοι θα αποτελούν γόνιμο μέλος του Ελληνισμού και πραγματικούς πρεσβευτές του στην υπηρεσία της Ανθρωπότητας.