- Δημοσιεύσεις: 186
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 37
Η αγροτική παραγωγή που θα μπορούσε να είναι η «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας αφέθηκε να ρημάξει ανάμεσα σε αποσύρσεις, χωματερές, μπλόκα στις εθνικές, μάχες εξουσίας των αγροτο-αρχηγών, σκάνδαλα στους συνεταιρισμούς και επιδοτήσεις για ανύπαρκτη παραγωγή. Η ευκαιρία της αξιοποίησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και των πόρων της κατασπαταλήθηκε και μετατράπηκε σε παγίδα για την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της ελληνικής γεωργίας. Κύρια αιτία αυτής της αποτυχίας υπήρξε η έλλειψη εθνικού σχεδίου και η αντικατάστασή του από τον προσανατολισμό στην είσπραξη ευρωπαϊκών επιδοτήσεων με παράλληλη υποβάθμιση της όλης παραγωγικής διαδικασίας.
Για παράδειγμα, το κυνήγι των επιδοτήσεων είχε ως αποτέλεσμα η πλειοψηφία των Ελλήνων αγροτών να εγκαταλείψει την καλλιέργεια του μαλακού σιταριού, του κριθαριού και των λοιπών σιτηρών που ευδοκιμούσαν στις περιοχές τους, προς όφελος του σκληρού σιταριού που είχε μεν μικρότερη παραγωγικότητα αλλά επιδοτούνταν από την ΕΕ! Τα 2.498.070 στρέμματα (με παραγωγή 649.800 τόνων) που καλλιεργούνταν με σκληρό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, αυξήθηκαν σε 7.083.100 στρέμματα (με παραγωγή 1.457.260 τόνων) το 2001, ενώ αντίστροφα, τα 7.517.747 στρέμματα (με παραγωγή 2.106.270 τόνων) που καλλιεργούνταν με μαλακό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, μειώθηκαν σε 1.682.273 στρέμματα (με παραγωγή 442.060 τόνων) το 2001 και τα 3.117.070 στρέμματα (με παραγωγή 768.100 τόνων) που καλλιεργούνταν με κριθάρι το 1981, ελαττώθηκαν σε μόλις 959.840 στρέμματα (με παραγωγή 246.320 τόνων) το 2001. Η τεράστια μείωση της παραγωγής του ελληνικού μαλακού σιταριού και του κριθαριού αύξησε σημαντικά την εισαγωγή τους και οδήγησε σε μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στο κλάδο των δημητριακών που έφθασε το 2008 τα 365.469.481 €, ενώ και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στο κλάδο των ζωοτροφών έφθασε την ίδια χρονιά στα 354.824.903 €. Επιπροσθέτως, τα άλυτα προβλήματα της ελληνικής κτηνοτροφίας (σημαντικό πρόβλημα αποτελεί και το υψηλό κόστος των ζωοτροφών) οδήγησαν σε έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου για το 2008 ύψους 1.047.167.720 € στον κλάδο του κρέατος και 533.119.673 € στον κλάδο του γάλακτος. Ως αποτέλεσμα αυτής της «λογικής», τα τελευταία τριάντα χρόνια το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων (εξαγωγές – εισαγωγές σε τρέχουσες τιμές μετατρεπόμενες σε Ευρώ) από πλεονασματικό μετατράπηκε σε έντονα ελλειμματικό με συνεχή φθίνουσα πορεία (1981: + 38.367.000 €, 1991: - 311.102.000 €, 2001: - 1.003.460.000 €) και με αποκορύφωμα το έτος 2008 όποτε το έλλειμμα του ισοζυγίου έφθασε τα 3.043.506.477 €!
Με μέσο μέγεθος εκμετάλλευσης τα 48 στρέμματα (το χαμηλότερο στην ΕΕ) και μέσο μέγεθος αγροτεμαχίου τα 7 στρέμματα (το χαμηλότερο στην ΕΕ), ο μικρός και πολυτεμαχισμένος γεωργικός κλήρος στην Ελλάδα αυξάνει το κόστος παραγωγής και μειώνει την ανταγωνιστικότητα. Στην Αυστρία η αντίστοιχη μέση εκμετάλλευση είναι 190 στρέμματα, στην Ιταλία 70, στη Γαλλία 520 και στη Δανία 590. Στην αμπελοπαραγωγό Κορινθία ο μέσος εξαγωγικός αμπελώνας είναι κάτω από 30 στρέμματα και ο μεγαλύτερος κάτω από 200. Οι ανταγωνιστές της Κορινθίας στη Μούρθια της Ισπανίας έχουν πάνω από 1.000 στρέμματα ο καθένας. Το ίδιο και στην Καλιφόρνια, στη Νότιο Αφρική, στη Χιλή, στην Αίγυπτο. Το 60% της αγροτικής γης στην Ελλάδα ανήκει σε ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση με την παραγωγή, με αποτέλεσμα οι αγρότες να είναι υποχρεωμένοι να νοικιάζουν κτήματα, γεγονός που ανεβάζει το κόστος παραγωγής. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η αγροτική γη προστατεύεται ως μέσο παραγωγής και δεν μπορεί να μεταβιβαστεί παρά μόνο σε αγρότες (Δανία) ή η απόκτηση της από κάποιον που δεν είναι αγρότης επιβαρύνεται ιδιαίτερα φορολογικά (Γερμανία).
Σύμφωνα με τον κανονισμό 1593/2000 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, για τη θέσπιση ενός Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης και Ελέγχου (ΟΣΔΕ), τα Κράτη-Μέλη οφείλουν να δημιουργήσουν ένα Σύστημα Αναγνώρισης Αγροτεμαχίων το οποίο έπρεπε να είναι λειτουργικό από 1/1/2005, για να ξέρουν ποια είναι η αγροτική γη, ποιος παίρνει χρήματα, πόσα και γιατί. Η διαδικασία του ΟΣΔΕ προϋπέθετε διάφορα μητρώα (αγροτών, ελαιοκομικό, δενδρώνων, αμπελουργικό, κ.λπ.). Το μητρώο αγροτών ολοκληρώθηκε το 2004, αλλά ήδη είναι ξεπερασμένο. Τα άλλα δεν έγιναν ποτέ!
Λεπτομέρειες με σημασία: Το 2005 το σύστημα ΟΣΔΕ ανατέθηκε στην ΠΑΣΕΓΕΣ και συνεταιρισμούς (ΕΑΣ) μέλη της. Το έργο αυτό έδωσε πολλά χρήματα στις συνεταιριστικές οργανώσεις, καθώς επιβλήθηκε «χαράτσι» από 100 έως 350 ευρώ ανά αίτηση ένταξης στην ενιαία ενίσχυση. Με το ποσόν αυτό που έφτανε τα 80 εκατ. ευρώ το χρόνο, επιβίωσαν όλες σχεδόν οι Ενώσεις και η ΠΑΣΕΓΕΣ, καθώς δεν ασκούσαν άλλη δραστηριότητα! Το απίστευτο είναι ότι οι ΕΑΣ παίρνουν χρήματα από τους αγρότες που είναι μέλη τους, για να συντάξουν μια αίτηση - διαδικασία που θα έπρεπε να είναι υποχρέωση εξυπηρέτησης των ΕΑΣ στα μέλη τους. Ο τότε υπουργός της κυβέρνησης Καραμανλή Αλέξ. Κοντός που προερχόταν από το συνεταιριστικό κίνημα έκανε μία ακόμη «εξυπηρέτηση» στην ΠΑΣΕΓΕΣ. Το «χαράτσι» της αίτησης - γύρω στα 50 εκατ. ευρώ - θα το πλήρωνε το κράτος δηλαδή ο φορολογούμενος.
Στην Ελλάδα οι συνεταιρισμοί δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που θα έπρεπε να είναι, δηλαδή μια συλλογική, αγροτική επιχείρηση που προστατεύει τα μέλη της και έχει δυναμική παρέμβαση στην αγορά. Είναι συνήθως κομματικά εξαρτώμενοι, μόνιμα υπερχρεωμένοι, συντηρούν και διαιωνίζουν την κρατικοδίαιτη λογική. Ενδεικτικά, η Friesland, η εταιρεία που παράγει το γάλα ΝΟΥΝΟΥ, είναι μια μεγάλη συνεταιριστική επιχείρηση.
Το 60% του αγροτικού πληθυσμού της Ελλάδας είναι άνω των 55 ετών ενώ συχνά η αύξηση που εμφανίζεται στα ποσοστά των νέων αγροτών τη μία χρονιά, την επόμενη εξαφανίζεται. Το γεγονός οφείλεται στο ότι τα προγράμματα Νέων Αγροτών που εφαρμόστηκαν είχαν στόχο την απορρόφηση κονδυλίων και όχι την εφαρμογή πολιτικής. Έτσι οι υπέργηροι «αρχηγοί» αγροτικών εκμεταλλεύσεων μεταβίβαζαν τη γη τους στο γιο, την κόρη ή τη νύφη τους, οι οποίοι έμπαιναν στο πρόγραμμα Νέων Αγροτών αν και δεν είχαν μεγάλη σχέση με την αγροτική παραγωγή. Οι «παππούδες» έμπαιναν στο πρόγραμμα πρόωρης συνταξιοδότησης αντίστοιχα, αλλά στην πραγματικότητα συνέχιζαν να ασκούν την αγροτική τους δραστηριότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2000 - 2007 που εφαρμόστηκε το εν λόγω πρόγραμμα αυξάνονται εντυπωσιακά (21,2%) τα ποσοστά των γυναικών που εμφανίζονται ως αρχηγοί αγροτικών εκμεταλλεύσεων, όχι βέβαια γιατί οι γυναίκες αποφάσισαν ξαφνικά να μπουν στο χωράφι. Οι αγρότες, με βάση την τελευταία απογραφή γεωργικών εκμεταλλεύσεων, εμφανίζονται 813.000. Στην πραγματικότητα εκτιμάται ότι οι ενεργοί αγρότες δεν είναι πάνω από 300.000. Οι υπόλοιποι είναι ετεροεπαγγελματίες, άνθρωποι της πόλης που ωστόσο βγάζουν κάτι από τα κτήματα του παππού, διαστρεβλώνοντας παράλληλα το τοπίο της αγροτικής οικονομίας στην Ελλάδα. Οι κυβερνήσεις αρνούνται να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση λόγω πολιτικού κόστους. Σημαντικό πρόβλημα για την ανταγωνιστικότητα του πρωτογενούς τομέα αποτελεί και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των απασχολουμένων στον τομέα, καθώς ποσοστό 14,3 % δεν έχει απολυτήριο δημοτικού, 69,5 % είναι οι απόφοιτοι δημοτικού, 15 % είναι οι απόφοιτοι γυμνασίου ή λυκείου και μόλις το 1,2 % είναι απόφοιτοι ΑΕΙ ή ΤΕΙ.
Η χώρα μας υστέρησε σημαντικά και στη δημιουργία ελληνικών φυλών ή υβριδίων ζώων και φυτών προσαρμοσμένων στις ελληνικές κλιματικές συνθήκες για την παραγωγή ποιοτικών τοπικών προϊόντων, με στόχο την υποστήριξη της ανταγωνιστικότητας στην αγροτική οικονομία.
Χαρακτηριστική του πόσο μικρή σημασία δίνουν οι «χαρτογιακάδες» των Υπουργείων στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της γεωργικής μας παραγωγής είναι η πρόσφατη κυβερνητική απόφαση για διάλυση της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΓΕΝΕΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ, στην οποία διατηρείται το DNA της ελληνικής φύσης. Η Τράπεζα εδώ και 30 χρόνια συγκέντρωσε και διατηρεί 14.500 πολύτιμους σπόρους άγριων και καλλιεργούμενων συγγενών φυτών. Οι τοπικές ποικιλίες των καλλιεργούμενων ειδών είναι το «καλό χαρτί» για τη δημιουργία αναγνωρίσιμων προϊόντων με υψηλή εμπορική αξία. Την ίδια στιγμή η παγκόσμια κοινότητα δημιουργεί την παγκόσμια τράπεζα σπόρων, ένα ασφαλές θησαυροφυλάκιο σπόρων που βρίσκεται στο νησί Spitsbergen του νορβηγικού αρχιπελάγους Svalbard και είναι σε απόσταση 1.120 χιλιομέτρων από το Βόρειο Πόλο, με σκοπό να συμβάλει στη συντήρηση της βιοποικιλότητας του πλανήτη και να συγκεντρωθούν εκεί σπόροι από κάθε γνωστό είδος φυτού της γης.
Ένα ακόμη ολέθριο λάθος ήταν η μετατροπή των «μάχιμων» γεωπόνων του Υπουργείου Γεωργίας σε «γραφιάδες» και διοικητικούς διεκπεραιωτές των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Επικύρωση αυτού του παραλογισμού υπήρξε η υποχρεωτική μετάταξη των γεωπόνων που υπηρετούσαν στους 52 νομούς της χώρας από το Υπουργείο Γεωργίας στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις! Με αυτή την πράξη το καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργείο έχασε την επαφή του με τον αγροτικό χώρο της περιφέρειας και δημιουργήθηκε το παράδοξο φαινόμενο οι γεωπόνοι των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων να εργάζονται για εργασίες που τους ανατίθονταν από το Υπουργείο Γεωργίας (νυν ΥΠΑΑΤ), έχοντας όμως ως πολιτικό προϊστάμενο τον αιρετό Νομάρχη, και ως κριτήριο «απόδοσης» τις εξυπηρετήσεις στην διοχέτευση των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων.
Για τη ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, ΞΑΝΑ! η αγροτική πολιτική είναι ένας από τους δυνατούς κινητήρες της ανάπτυξής μας. Η διατροφική αυτάρκεια, η ασφάλεια της τροφής των Ελλήνων πολιτών, η ισόρροπη διασπορά του πληθυσμού μεταξύ υπαίθρου και αστικού χώρου, η αειφόρος διαχείριση των φυσικών πόρων, είναι οι βασικοί μας στόχοι. Η αγροτική πολιτική συμμετέχει στο σχεδιασμό όλων των υπόλοιπων πολιτικών μας όπως παιδεία, υγεία, πολιτισμός, τουρισμός, βιομηχανία, επικοινωνίες. Οι προτάσεις μας ακολουθούν τις εξής αρχές:
Έτσι, ο αγροτικός χώρος θα διασυνδεθεί με τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας χωρίς στεγανά και μεσάζοντες. Χωρίς μονοπώλια και καρτέλ. Η Αγροτική Τράπεζα θα αφοσιωθεί στην εκ του νόμου αποστολή της: τη χρηματοδότηση της αγροτικής οικονομίας με ανταγωνιστικούς όρους, θα γίνει πάλι μια πραγματική τράπεζα για τους Έλληνες της υπαίθρου. (Μέχρι σήμερα, η ΑΤΕ υπήρξε ο μόνιμος χρηματοδότης των κομματικών συμμοριών.)
Παράλληλα θα ξεριζώσουμε το κομματικά «ζιζάνια» από όλα τα ιδρύματα που σχετίζονται με την γεωργία – κτηνοτροφία (π.χ. Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικών Ερευνών) ώστε να παρέχουν ουσιαστική ερευνητική υποδομή και τεχνική υποστήριξη στην αγροτική οικονομία.
Συμπερασματικά, το πρόγραμμα μας για την αγροτική πολιτική, χαρακτηρίζεται από αρχές που απαντούν στα αίτια των προβλημάτων της Ελληνικής γεωργίας και ταυτόχρονα, έχει στόχους που αφορούν στην ανάπτυξη δομών που θα παράγουν συνεχώς πολιτική. Η γεωργία είναι μία φυσική διαδικασία. Η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να εξασφαλίσει το «έδαφος», να τροφοδοτήσει με γνώση τον άνθρωπο, να «φυτέψει το σπόρο» και να δώσει διέξοδο στις διεθνείς αγορές. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η ποιότητα των ελληνικών προϊόντων και ο δυναμισμός των νέων Ελλήνων αγροτών.
Παρακαλούμε Σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.